Στρατολογήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν για να επιχειρούν εκεί όπου η Ουάσινγκτον δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να εμφανιστεί επισήμως, αναλαμβάνοντας αποστολές που απαιτούσαν ευελιξία και μυστικότητα.
Η επιχειρησιακή τους ταυτότητα στηρίχθηκε σε νυκτερινές επιδρομές («night raids») και λογική άμεσης δράσης: ταχύτητα, έφοδος και έντονη μάχιμη ισχύ. Η CIA παρείχε εκπαίδευση, εξοπλισμό, πληροφορίες και διοικητική καθοδήγηση, ενώ η αφγανική υπηρεσία πληροφοριών NDS έδινε ανθρώπινο δυναμικό και νομική κάλυψη. Στο πεδίο, οι επιχειρήσεις αυτές λειτουργούσαν στο ημίφως της νομιμότητας, εκτός των συνήθων διεθνών διαδικασιών λογοδοσίας και με περιορισμένη διαφάνεια.
Οι συνέπειες είναι πολλαπλές: οι επιδρομές συνδέθηκαν με παράπλευρες απώλειες, αναφορές για εκτελέσεις χωρίς διερεύνηση, λάθη στόχευσης και καταγγελίες για συλλήψεις και βασανισμούς. Μετά την ανατροπή των δεδομένων στο Αφγανιστάν, υπάρχουν αναφορές ότι σημαντικός αριθμός Αφγανών με δεξιότητες από αυτές τις μονάδες έχει μετακινηθεί προς ΗΠΑ και Ευρώπη, γεγονός που έφερε το θέμα στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου μετά την πρόσφατη επίθεση στην Ουάσινγκτον. Η συζήτηση ζητά διερεύνηση, διαφάνεια και σαφήτερους μηχανισμούς αξιολόγησης και λογοδοσίας για οργανώσεις και πρόσωπα που εκπαιδεύτηκαν και χρησιμοποίησαν τέτοια δίκτυα.