Σε ανακοίνωσή του, ο εκπρόσωπός του ανέφερε ότι πέθανε στον ύπνο του στο σπίτι του στη Γιούτα. Ο θάνατός του βύθισε σε θλίψη τον κόσμο του κινηματογράφου, αλλά και εκατομμύρια θαυμαστές του, που τον είδαν να μετεξελίσσεται από αντικείμενο του πόθου στη μεγάλη οθόνη σε βραβευμένο σκηνοθέτη και ακτιβιστή με επιρροή.
Κατέκτησε το κοινό με τη γοητεία του, ενώ στην απόλυτη ακμή του, τη δεκαετία του 1970, κατάφερε να «παντρέψει» με ευκολία το νέο κύμα του Χόλιγουντ με τη mainstream κινηματογραφική βιομηχανία, προτού γίνει βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης και παραγωγός τις επόμενες δεκαετίες.
Επαιξε καθοριστικό ρόλο στη στήριξη του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου συνιδρύοντας το φεστιβάλ κινηματογράφου Sundance, το οποίο λειτούργησε ως πλατφόρμα για μεγάλες επιτυχίες, όπως τα: «Reservoir Dogs», «Blair Witch Project», «Donnie Darko», «Fruitvale Station» και «Coda». Παράλληλα έγινε μία από τις κορυφαίες φιλελεύθερες φωνές του Χόλιγουντ και έκανε εκστρατεία για περιβαλλοντικά ζητήματα, επηρεάζοντας αστέρες που ακολούθησαν, όπως ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και ο Μαρκ Ράφαλο.
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε το 1936 στο Λος Αντζελες και αφού αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, σπούδασε υποκριτική στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Αφού έπαιξε μια σειρά από μικρούς ρόλους στην τηλεόραση, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, άρχισε να γίνεται γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν προτάθηκε για βραβείο Emmy Β’ ανδρικού ρόλου το 1962 για την ερμηνεία του στο τηλεοπτικό σίριαλ «The Voice of Charlie Pont» και κερδίζοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αρχική παραγωγή του Μπρόντγουεϊ, το 1963, του επιτυχημένου θεατρικού έργου του Νιλ Σάιμον, «Ξυπόλυτοι στο πάρκο».
Η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία για τον Ρέντφορντ όμως ήρθε το 1965, όταν πρωταγωνίστησε ως αμφιφυλόφιλος σταρ του κινηματογράφου στην ταινία «Inside Daisy Clover», δίπλα στη Νάταλι Γουντ, ρόλο για τον οποίο προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα. Μετά από μια σειρά από αξιόλογες ταινίες του Χόλιγουντ, συμπεριλαμβανομένων των «Η καταδίωξη» και μιας κινηματογραφικής μεταφοράς του «Ξυπόλυτοι στο πάρκο», ο Ρέντφορντ σημείωσε τεράστια επιτυχία με το γουέστερν του 1969 «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (Οι δύο ληστές), στο οποίο πρωταγωνίστησε μαζί με τους Πολ Νιούμαν και Κάθριν Ρος. Ηταν υποψήφιο για επτά Οσκαρ, αν και κανένα δεν ήταν για τους ηθοποιούς.
Ο δραπέτης
Ο Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε στο «Tell Them Willie Boy Is Here» (Ο δραπέτης), την πρώτη σκηνοθεσία μετά από 20 χρόνια από τον Αμπραχαμ Πολόνσκι, και στη συνέχεια σε μία σειρά από μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του 1970, στο «Τζερεμία Τζόνσον, ο αλύγιστος» (1972), στη δραματική ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973) με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ, στην αστυνομική κωμωδία «Το κεντρί» (1973), πάλι μαζί με τον Πολ Νιούμαν, και στη λογοτεχνική μεταφορά του «Υπέροχου Γκάτσμπι» (1974). Ακολούθησαν το θρίλερ συνωμοσίας «Τρεις μέρες του κόνδορα» (1975) και το δράμα για το σκάνδαλο Watergate «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), με συμπρωταγωνιστή τον Ντάστιν Χόφμαν. Μετά από ένα παρατεταμένο διάλειμμα από την υποκριτική στο τέλος της δεκαετίας του ’70, ο Ρέντφορντ στράφηκε στη σκηνοθεσία με το δράμα «Συνηθισμένοι άνθρωποι», διασκευασμένο από το μυθιστόρημα της Τζούντιθ Γκεστ. Η ταινία υπήρξε μεγάλη επιτυχία, κέρδισε τέσσερα Οσκαρ το 1981, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την καλύτερη ταινία και την καλύτερη σκηνοθεσία για τον Ρέντφορντ – μία διάκριση που δεν έλαβε ποτέ για την ερμηνεία του. Η επιτυχία του ως ηθοποιού συνεχίστηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αν και ίσως με λιγότερη ορμή σε σχέση με τη μεγάλη επίδραση του έργου του τη δεκαετία του 1970. Το δράμα «Ο καλύτερος», διασκευασμένο από ένα μυθιστόρημα του Bernard Malamud το 1984, ακολουθήθηκε από την ταινία «Πέρα από την Αφρική» το 1985, στην οποία υποδύθηκε τον κυνηγό μεγάλων θηραμάτων δίπλα στη Μέριλ Στριπ. Επέστρεψε στη σκηνοθεσία με τις ταινίες «Μιλάγκρο, η γη της σύγκρουσης» το 1988 και «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας» το 1992, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ στην ηλικία των 30 ετών. Εναν χρόνο αργότερα, έκανε αυτό που εκ των υστέρων φάνηκε ως σημείο καμπής στην πορεία του: ένα καθαρό χολιγουντιανό έργο, το ερωτικό θρίλερ «Ανήθικη πρόταση», στο οποίο υποδύεται έναν επιχειρηματία που προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια για να κοιμηθεί με την ηρωίδα που υποδύεται η Ντέμι Μουρ. Αργότερα, τη δεκαετία του ’90, σκηνοθέτησε τις ταινίες «Quiz Show» και «Ο γητευτής των αλόγων», με τη Σκάρλετ Γιόχανσον στα 13 της χρόνια.
Σε δήλωσή της για την απώλεια του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, η Μέριλ Στριπ είπε χαρακτηριστικά: «Ενα από τα λιοντάρια έφυγε. Αναπαύσου εν ειρήνη, αγαπημένε μου φίλε», ενώ και η Τζέιν Φόντα εξέφρασε τη θλίψη της τονίζοντας: «Πληγώθηκα βαθιά σήμερα το πρωί όταν διάβασα ότι έφυγε ο Μπομπ. Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Σήμαινε πολλά για εμένα και ο ίδιος ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος με κάθε τρόπο. Αγωνίστηκε για μια Αμερική για την οποία πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε».
Η παρακαταθήκη του ανεξάρτητου Ινστιτούτου Sundance
Εξίσου μεγάλη είναι η παρακαταθήκη του που αφορά στο Ινστιτούτο Sundance (1981) και το ομώνυμο φεστιβάλ κινηματογράφου που ξεκίνησε το 1984. Το Sundance έγινε συνώνυμο με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, δίνοντας βήμα σε νέους, ταλαντούχους σκηνοθέτες, όπως οι Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Ράιαν Κούγκλερ. Η επιρροή του φεστιβάλ αυξήθηκε τις επόμενες δεκαετίες ως φόρουμ για την ενίσχυση «μικρότερων» ταινιών που άξιζαν προώθησης στο ευρύτερο κοινό.
Η ταινία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, «Λέοντες αντί αμνών», του 2007, ήταν μια απογοήτευση, αλλά μια εντυπωσιακή ερμηνεία στο δράμα επιβίωσης στη θάλασσα, το 2013, «Ολα χάθηκαν» την αντιστάθμισε σε κάποιον βαθμό. Το 2014, ο Ρέντφορντ εντάχθηκε στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel ως ο αρχηγός της Υδρας, Αλεξάντερ Πιρς, στην ταινία «Captain America: Ο στρατιώτης του χειμώνα». Είχε πει τότε: «Ηθελα να βιώσω αυτήν τη νέα μορφή κινηματογράφησης που έχει κυριαρχήσει, όπου έχεις χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων που ζωντανεύουν μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας». Εκανε μία σύντομη εμφάνιση στον ίδιο ρόλο στο «Εκδικητές: Η τελευταία πράξη» το 2019.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ο Ρέντφορντ μείωσε τις κινηματογραφικές του δραστηριότητες, παραδίδοντας τη διαχείριση του φεστιβάλ κινηματογράφου Sundance και ανακοινώνοντας την αποχώρησή του από την υποκριτική. Ο τελευταίος σημαντικός ρόλος του ήταν στο αστυνομικό δράμα του 2018 «Ο κύριος και το όπλο», σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λόουερι.
Τιμητικό Οσκαρ καριέρας το 2002
Η Ακαδημία Κινηματογράφου τού απένειμε τιμητικό Οσκαρ το 2002, ενώ τιμήθηκε και με Χρυσό Λέοντα για το σύνολο του έργου του από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2017, καθώς και με τιμητικό Σεζάρ το 2019. Το 2010 χρίστηκε επίσης Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και το 2016 έλαβε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Μπαράκ Ομπάμα (φωτό). Ηταν παντρεμένος δύο φορές: με την ιστορικό Λόλα βαν Βάγκενεν μεταξύ 1958 και 1985, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, και με την καλλιτέχνιδα Σίμπιλ Σάγκαρς το 2009.

