Η υπουργός ανακοίνωσε τη διενέργεια «ολικού ελέγχου των κινδύνων εισβολής και κλοπής στο μουσείο έως το τέλος του 2025». Η παραδοχή αυτή ανακυκλώνει την εικόνα ενός ιδρύματος που, παρά την παγκόσμια λάμψη του, φαίνεται να έχει παραμελήσει τον βραχίονα της προστασίας του.
Σύμφωνα με τη Ντατί, η προκαταρκτική έκθεση της Γενικής Επιθεώρησης Κοινωνικών Υποθέσεων (Igas) – η οποία δεν έχει δημοσιοποιηθεί – αποκάλυψε σοβαρές ελλείψεις στα μέσα ασφαλείας, «ακατάλληλη διακυβέρνηση» σε σχέση με τους υφιστάμενους κινδύνους και «εντελώς απαρχαιωμένα πρωτόκολλα» αντίδρασης σε περιστατικά κλοπής ή εισβολής. Η υπουργός τόνισε την ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων: στον εξωτερικό χώρο του μουσείου θα τοποθετηθούν «ειδικά συστήματα» που θα εμποδίζουν τους επίδοξους εισβολείς, ενώ η «εκπαίδευση των στελεχών που είναι υπεύθυνα για την ασφάλεια θα καταστεί υποχρεωτική και συστηματική».
Η Ντατί ανακοίνωσε επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο του μουσείου θα συγκληθεί εκτάκτως «προκειμένου να επανεξετάσει τη διακυβέρνηση και την οργανωτική δομή του Λούβρου» και να δημιουργήσει «μια νέα διεύθυνση ασφάλειας και προστασίας υπό την προεδρία του ιδρύματος».
Την περασμένη εβδομάδα, η πρόεδρος του Μουσείου του Λούβρου, Λορένς ντε Καρ, παρουσίασε διαφορετική εκδοχή, επισημαίνοντας ότι είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει για την κατάσταση: «Από την ανάληψη των καθηκόντων μου τον Σεπτέμβριο του 2021, δεν σταμάτησα να επισημαίνω στην πολιτική μας ηγεσία, στους βουλευτές και στα μέσα ενημέρωσης την κατάσταση φθοράς και γενικής απαξίωσης του Λούβρου, των κτιρίων και των υποδομών του». «Ως πρόεδρος και διευθύντρια του μουσείου, είμαι βαθύτατα πληγωμένη βλέποντας ότι οι προειδοποιήσεις μου επιβεβαιώθηκαν με τόσο οδυνηρό τρόπο», πρόσθεσε. Η υπόθεση υπενθυμίζει ότι η φροντίδα των πολιτιστικών θησαυρών απαιτεί όχι μόνο θαυμασμό αλλά και συνεχή, πρακτική μέριμνα.