Ποια είναι όμως διαφορά της εξεταστικής με την προανακριτική επιτροπή;
Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής η διενέργεια εξεταστικής και προανακριτικής έρευνας αποτελούν τα δύο ισχυρότερα «όπλα» κοινοβουλευτικού ελέγχου, έχουν ωστόσο σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι εξεταστικές «των πραγμάτων» επιτροπές συγκροτούνται για να διαπιστωθεί αν οι πολιτικές που ασκήθηκαν σε συγκεκριμένους τομείς και για συγκεκριμένη περίοδο είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Για την κατάθεση της πρότασης απαιτούνται υπογραφές από τουλάχιστον 60 βουλευτές και για την έγκρισή της απαιτείται απλή πλειοψηφία επί των παρόντων.
Σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κανονισμού της Βουλής «οι εξεταστικές επιτρoπές έχoυν όλες τις αρμoδιότητες των ανακριτικών αρχών, καθώς και τoυ εισαγγελέα πλημμελειoδικών, και ενεργoύν κάθε αναγκαία, κατά την κρίση τoυς, έρευνα για την επίτευξη τoυ σκoπoύ για τoν oπoίo συστάθηκαν…». Ωστόσο, οι εργασίες της εξεταστικής έχουν καθαρά πολιτικό και όχι ανακριτικό χαρακτήρα για τον λόγο αυτό οι συνεδριάσεις της δεν διέπονται από μυστικότητα, αντιθέτως είναι δημόσιες.
Παράλληλα, η εξεταστική έχει δικαίωμα να ζητεί πρoφoρικές ή γραπτές πληρoφoρίες από δημόσιες αρχές, να καλεί – ακόμα και με βίαιη προσαγωγή – και να εξετάζει μάρτυρες, να ενεργεί αυτoψία ή να διατάσσει πραγματoγνωμoσύνη με τoυς όρoυς και τις διατυπώσεις πoυ πρoβλέπoνται από τις διατάξεις τoυ Kώδικα Πoινικής Δικoνoμίας. Στο τέλος των εργασιών καταθέτει πόρισμα, ενώ αν από τις έρευνες προκύψουν ενδείξεις – αποδείξεις τέλεσης ποινικών αδικημάτων από μέλη της κυβέρνησης υπάρχει η δυνατότητα κατάθεσης πρότασης προανακριτικής.
Από την άλλη πλευρά για την κατάθεση πρότασης προκαταρκτικής εξέτασης απαιτούνται υπογραφές από τουλάχιστον 30 βουλευτές, ενώ για την έγκρισή της απαιτείται η θετική ψήφος τουλάχιστον 151. Οι προανακριτικές συγκροτούνται για να διερευνηθεί ενδεχόμενη τέλεση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων από συγκεκριμένα μέλη της κυβέρνησης και εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Οι εργασίες της Επιτροπής είναι μυστικές, ενώ το τελικό πόρισμα ζητά ή απορρίπτει την παραπομπή των ελεγχόμενων προσώπων στο Δικαστικό Συμβούλιο.

