Σε αυτήν, σύμφωνα με πληροφορίες, ο εισαγγελικός λειτουργός συντάσσεται με την οπτική του ειδικού εφέτη ανακριτή, Σωτήρη Μπακαϊμη, ζητώντας την παραπομπή στο εδώλιο για 36 άτομα, στην πλειοψηφία τους για κακουργηματικές κατηγορίες (οι τρεις βαρύνονται σε βαθμό πλημμελήματος).
Μεταξύ αυτών ο κατηγορούμενος σταθμάρχης, οι σιδηροδρομικοί που εγκατέλειψαν το πόστο τους, υψηλόβαθμα στελέχη υπουργείου (δύο διευθυντές του υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών), της ΕΡΓΟΣΕ και της Hellenic Train. Η βασική κακουργηματική κατηγορία είναι αυτή της θανατηφόρας παραβίασης των συγκοινωνιών, ενώ έχουν ασκηθεί κατηγορίες κατά περίπτωση και για ανθρωποκτονία από αμέλεια, βαριές σωματικές βλάβες και παράβαση καθήκοντος.
Η εισαγγελική πρόταση κατά πληροφορίες αριθμεί 996 σελίδες, στις οποίες ο κ. Τσόγκας αναλύει τις αποδιδόμενες κατηγορίες για έναν προς έναν τους κατηγορουμένους, καθώς και τις φερόμενες πράξεις και παραλείψεις των εμπλεκομένων που οδήγησαν στην τοποθέτηση των δύο αμαξοστοιχιών στην ίδια γραμμή, στη σύγκρουσή τους και στο τραγικό αποτέλεσμα των 57 νεκρών συνανθρώπων μας.
Ο κ. Τσόγκας, κατά τις ίδιες πηγές, αναφέρει ότι «μέχρι τις 28-2-2023 δεν λειτουργούσαν τα συστήματα ασφάλειας τηλεδιοίκησης, φωτοσήμανσης και αυτόματης ακινητοποίησης των τρένων (ETCS-1) σε περίπτωση αντίρροπης κίνησής τους, οπότε επήλθε η κατωτέρω περιγραφόμενη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών από τη διατάραξη στην ασφάλεια της κυκλοφορίας τους, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα».
Στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται επίσης ότι «τον ενδεχόμενο δόλο των κατηγορουμένων επιτείνει η λόγω των ιδιοτήτων και ειδικών γνώσεων γνώση ότι α) η υφιστάμενη σηματοδότηση στο τμήμα Σ.Σ. Λάρισας – Σ.Σ. Ν. Πόρων της σιδηροδρομικής γραμμής δεν λειτουργούσε, β) είχε τεθεί εκτός λειτουργίας η τηλεδιοίκηση του ΚΕΚ Λάρισας, που θα ανατασσόταν με τη σύμβαση 717/14 και έκτοτε μέχρι και τον χρόνο επέλευσης του επίδικου δυστυχήματος (28-2-2023) δεν επαναλειτούργησε, γ) λειτουργούσε ελλιπώς το σύστημα GSM-R (δίκτυο κινητής τηλεφωνίας σιδηροδρόμου), που επέτρεπε μεν επικοινωνία χωρίς κανένα περιορισμό μεταξύ σταθμαρχών, αλλά όχι μεταξύ των μηχανοδηγών των κινούμενων αμαξοστοιχιών».
«Η συμπεριφορά των κατηγορουμένων τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με το ανωτέρω αποτέλεσμα που επήλθε, καθόσον εάν μεριμνούσαν και δεν παρέλειπαν την ανάταξη των ανωτέρω ουσιωδών συστημάτων ασφαλείας και ελέγχου της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, μεριμνώντας για την εμπρόθεσμη κατά το αρχικό της, εφικτό, χρονοδιάγραμμα εκτέλεση της σύμβασης 717 (…), μετά βεβαιότητας θα αποφευγόταν το προπεριγραφόμενο σιδηροδρομικό δυστύχημα», αναφέρεται σε άλλο σημείο της εισαγγελικής πρότασης.
Ο εισαγγελέας συμφωνεί ακόμη με τον ανακριτή στο ότι έχει διεξαχθεί επαρκές ανακριτικό έργο, αναφέροντας ρητά ότι «δεν συντρέχει λόγος περαιτέρω κύριας ανάκρισης». «Τούτο διότι έχουν γίνει οι δέουσες ανακριτικές ενέργειες για τη διερεύνηση των ανωτέρω εγκλημάτων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας, προσθέτοντας ότι «δεν κρίνεται αναγκαία στο παρόν δικονομικό στάδιο η επιστροφή της δικογραφίας στην κύρια ανάκριση για εξέταση των λοιπών παθόντων (εκτός από τους ήδη εξετασθέντες), που υπέστησαν σωματικές βλάβες. Ούτε ακόμη συντρέχει περίπτωση για επιστροφή της δικογραφίας στην κύρια ανάκριση για άλλη αιτία».
Πλέον, η δικογραφία έχει ήδη διαβιβαστεί σε πρόεδρο Εφετών και αναμένεται να εισαχθεί προς εκδίκαση, με νομικούς κύκλους να τοποθετούν την έναρξη της δίκης γύρω στον Φεβρουάριο του 2026.
Παράλληλα, ειδοποιούνται και οι κατηγορούμενοι αλλά και οι παριστάμενοι προς υποστήριξη της κατηγορίας τραυματίες και συγγενείς των θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας, με ορισμένους εξ αυτών να εκφράζουν αντιρρήσεις για τη διαδικασία, όπως ο Παύλος Ασλανίδης και η Μαρία Καρυστιανού, με την τελευταία να αναφέρει, μεταξύ άλλων, σε ανάρτησή της για τον εισαγγελέα: «Μέσα σε επτά μέρες, συμπεριλαμβανομένου και του Σαββατοκύριακου που μας πέρασε, μελέτησε τη δικογραφία των 60.000 σελίδων που του έστειλε ο ανακριτής των Τεμπών στις 08.09.2025 και έγραψε εισαγγελική πρόταση 1.000 σελίδων!».

