Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της κατάθεσή τους ο Αλέξανδρος Βαλυράκης αρχικά περιέγραψε πως το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου του 2021 βρισκόταν στην Αθήνα, όταν και ειδοποιήθηκε από την οικογένειά του, ότι ο πατέρας του αγνοείται.
Στη συνέχεια, τόνισε ότι όταν αντίκρισε της σορό του πατέρα του, ήταν σίγουρος ότι είχε δεχθεί επίθεση και πως ο θάνατος του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ένα ατύχημα.
«Είδα έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν ξυλοκοπημένος ακόμα και στο πρόσωπό του. Ήταν πρόσωπο ανθρώπου που πονούσε, ήταν ανατριχιαστικό. Είχε μελανιές και χτυπήματα πάνω στο κεφάλι του. Η αίσθησή μου εκείνη τη στιγμή ήταν πως του έχουν επιτεθεί», σημείωσε στο δικαστήριο.
Παράλληλα, ο γιος του πρώην Υπουργού μίλησε συγκεκριμένα για τα τραύματα που έφερε ο πατέρας του, τα οποία, όπως κατέθεσε, «βρίσκονταν στην ίδια πλευρά του σώματος» και ήταν «αμυντικού χαρακτήρα».

Ο ίδιος περιέγραψε ότι η εικόνα παραπέμπει σε προσπάθεια προστασίας του κεφαλιού, ενθυμούμενος συμβουλή του πατέρα του ότι «όταν είσαι σε τέτοια κατάσταση, όπου τρως ξύλο, πρέπει να καλύπτεις το κεφάλι σου».
Υποστήριξε, μάλιστα, πως τα τραύματα «δεν μπορούν να ταιριάξουν με σενάριο ατυχήματος ή χτυπήματος από προπέλα», σενάρια που εμφανίζει ως πιθανά η πλευρά των δύο κατηγορούμενων ψαράδων.
Ακόμη, ο Αλέξανδρος Βαλυράκης έκανε λόγο και για οπτικό υλικό από κάμερες, όπου «φαίνονται τέσσερα σκάφη να απομακρύνονται και τρία να επιστρέφουν τις κρίσιμες ώρες».
Επιπλέον, αναφέρθηκε σε καθυστερήσεις και κενά στην αρχική έρευνα, σημειώνοντας ότι η πραγματογνωμοσύνη έγινε «μήνες μετά το περιστατικό», δημιουργώντας περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντήθηκαν.
Κατά τη διαδικασία δεν έλειψαν οι εντάσεις, με την έδρα να ζητά να καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά και όχι εκτιμήσεις, προκειμένου να προχωρήσει ομαλά το αποδεικτικό σκέλος.
Τέλος, η δίκη τελικά διεκόπη για τις 4 Νοεμβρίου, οπότε και θα συνεχιστεί η κατάθεση του δεύτερου γιου της οικογένειας. Η διαδικασία διεκόπη, καθώς υπήρξε κώλυμα από την πλευρά της υποστήριξης της κατηγορίας.

