Σύμφωνα με ανάλυση της μονάδας Meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, η απώλεια της δασικής βλάστησης είχε άμεση και μετρήσιμη επίδραση στη θερμοκρασία της επιφάνειας του εδάφους, όπως καταγράφηκε από τον δορυφόρο Landsat-9.
Η μελέτη βασίστηκε σε δορυφορικά δεδομένα υψηλής ανάλυσης από δύο χρονικές στιγμές: πριν από την πυρκαγιά, στις 17 Ιουλίου 2024, και έντεκα μήνες αργότερα, στις 26 Ιουνίου 2025. Η σύγκριση των θερμοκρασιών εδάφους μεταξύ των δύο ημερομηνιών αποκάλυψε σημαντικές διαφορές.

Ενώ σε πολλές περιοχές οι θερμοκρασιακές διαφορές κυμαίνονταν μεταξύ 1-2 βαθμών Κελσίου -τιμές που μπορούν να αποδοθούν σε φυσικές διακυμάνσεις των καιρικών συνθηκών-, στην πυρόπληκτη ζώνη οι θερμοκρασίες εδάφους τον Ιούνιο του 2025 ήταν αυξημένες έως και 10 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τις αντίστοιχες του Ιουλίου 2024.
Η δραματική αύξηση αποδίδεται στην απώλεια της δασικής βλάστησης, η οποία λειτουργεί ως φυσικό «κλιματιστικό» για το έδαφος, ρυθμίζοντας την ενεργειακή ισορροπία μέσω σκίασης και διαπνοής.
Η απουσία βλάστησης σημαίνει ότι το έδαφος απορροφά μεγαλύτερη ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας, με αποτέλεσμα την επιφανειακή θέρμανση. «Υπενθυμίζεται ότι οι μετρήσεις αφορούν τη θερμοκρασία επιφάνειας του εδάφους. Ωστόσο, είναι εύλογο να αναμένει κανείς αντίστοιχες -έστω και μικρότερης έντασης- διαφορές και στη θερμοκρασία του αέρα κοντά στην επιφάνεια», αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.
Η χρήση δορυφορικών δεδομένων, όπως του Landsat-9, αναδεικνύεται ένα πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση των επιπτώσεων φυσικών καταστροφών στο περιβάλλον. Η δυνατότητα παρακολούθησης της θερμοκρασίας εδάφους με υψηλή ακρίβεια επιτρέπει στους επιστήμονες να εντοπίζουν τις περιοχές που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες αλλαγές και να σχεδιάζουν στοχευμένες παρεμβάσεις για την αποκατάσταση του οικοσυστήματος.
Η ανάλυση του Meteo επιβεβαιώνει ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι απλώς ένα παροδικό φαινόμενο, αλλά έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η αύξηση της θερμοκρασίας του εδάφους αποτελεί ένδειξη βαθύτερων αλλαγών στο οικοσύστημα, οι οποίες απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και ενεργή διαχείριση.
Ο γενετικός αγώνας των ελληνικών δασών ενάντια στην κλιματική κρίση
Η εικόνα των ξεραμένων ελάτων και πεύκων σε βουνά όπως ο Παρνασσός, ο Ταΰγετος και η Πάρνηθα δεν είναι πια σπάνια. Σύμφωνα με τη δασολόγο και κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, δρα Ευαγγελία Αβραμίδου, τα ελληνικά δάση βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή επιβίωσης. Οπως σημειώνει σε άρθρο της στο «Climate Book», η κλιματική αλλαγή, με τις παρατεταμένες ξηρασίες, τις υψηλές θερμοκρασίες και την υποβάθμιση των εδαφών, επιβάλλει έναν σκληρό μηχανισμό φυσικής επιλογής: μόνο τα δέντρα με ανθεκτικά γονιδιακά χαρακτηριστικά επιβιώνουν.
Το έλατο, ανθεκτικό στο ψύχος, αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην ξηρασία, οδηγώντας σε μαζικές ξηράνσεις. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και στην Κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο, η Ελλάδα διαθέτει ένα πολύτιμο πλεονέκτημα: πλούσια γενετική ποικιλότητα στα δασικά της είδη. Αυτή η «βιολογική προίκα» μπορεί να αποτελέσει ασπίδα απέναντι στην κλιματική κατάρρευση, εφόσον αξιοποιηθεί σωστά. Η σύγχρονη δασική έρευνα στρέφεται πλέον και στην επιγενετική, μελέτη των μηχανισμών «βιολογικής μνήμης» των δέντρων. Μέσω αυτών, τα δέντρα… θυμούνται περιβαλλοντικά σοκ και προσαρμόζονται χωρίς να αλλάζουν το DNA τους.
Η γενετική παρακολούθηση, οι τράπεζες γενετικών πόρων και η αναπαραγωγή ανθεκτικών γενοτύπων είναι εργαλεία-κλειδιά. «Η πρόληψη είναι πλέον επιτακτική. Χρειαζόμαστε καλύτερη διαχείριση, απομάκρυνση των προσβεβλημένων δέντρων, ενίσχυση της φυσικής αναγέννησης και -πάνω απ’ όλα- μακρόπνοο σχεδιασμό. Η φύση έχει τους δικούς της μηχανισμούς προσαρμογής. Το ερώτημα είναι αν εμείς, ως κοινωνία, μπορούμε να ακολουθήσουμε τον ρυθμό της και να σώσουμε τα δάση πριν σωπάσουν για πάντα», αναφέρει.

