Η εκπομπή ερεύνησε τις συνθήκες εξαφάνισης, μιας μητέρας πέντε παιδιών, που όπως όλα δείχνουν μόνο τυχαία δεν είναι.
Η Αμαλία Νικολοπούλου χάθηκε μυστηριωδώς από το χωριό της, τη Ρευματιά στις 13 Οκτωβρίου 2021. Η δραστήρια γυναίκα έφυγε εκείνο το μοιραίο πρωινό για να αναζητήσει τα πρόβατα του γιου της χωρίς να επιστέψει. Ακολούθησε μεγάλη κινητοποίηση , ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και ερευνήθηκαν εξονυχιστικά στάβλοι, δρόμοι, δασωμένες πλαγιές, χαράδρες και μονοπάτια. Κανένα σημάδι ζωής της μητέρας…
Τέσσερα χρόνια μετά ,οι απαντήσεις για το τι της συνέβη παραμένουν θαμμένες στη σιωπή ενώ μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα περιέπλεξαν το μυστήριο…
Μήνες μετά την εξαφάνισή της, ρούχα και προσωπικά αντικείμενά της βρέθηκαν επιμελώς τοποθετημένα σε δυσπρόσιτα σημεία της περιοχής . Ένας βοσκός, εντοπίσε σε δυσπρόσιτο σημείο στο βουνό Καγκέλι κάτι ξένο στο τοπίο. Δυο ρούχα κουλουριασμένα, σαν κάποιος να τα τοποθέτησε εκεί σκόπιμα. Είναι η φόρμα και η φούστα της αγνοούμενης. Το γεγονός μοιάζει ανεξήγητο. Είχε περάσει από το σημείο και αυτά τα ρούχα δεν βρίσκονταν εκεί τις προηγούμενες ημέρες …
Φως στο Τούνελ: Η σοκαριστική μαρτυρία – «Εγώ βρήκα επιμελώς τοποθετημένα τα ρούχα της στο βουνό…»
Το Τούνελ ακολούθησε την πορεία που φαίνεται να πήρε εκείνη την μοιραία ημέρα της εξαφάνισής της η γυναίκα, όταν βγήκε να αναζητήσει τα ζώα που είχαν χαθεί.
Μια σημαντική μαρτυρία, είναι αυτή του βοσκού που γνώριζε την αγνοούμενη και αρκετές φορές τη συναντούσε κατά τη διάρκεια της βοσκής. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που εντόπισε τα πρώτα ρούχα της στο βουνό Καγκέλι, λίγους μήνες μετά.
«Σε ένα μονοπάτι αδιάβατο είδα ένα μαύρο πράγμα. Πανιά το ένα πάνω στο άλλο, το σκάλισα με τη γκλίτσα για να καταλάβω τι είναι και αντιλήφθηκα ότι ήταν μια φούστα και μια φόρμα. Αμέσως μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν δικά της, πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και ήρθε η υπηρεσία και πήρε τα ρούχα. Ψάξαμε και σε μεγάλη έκταση γύρω από το σημείο και για άλλα πράγματα, αλλά δεν βρήκαμε τίποτα».
Ο βοσκός αναφέρει ότι δεν έχει δει κάτι άλλο που να του κινήσει υποψίες πέρα από τα ρούχα που βρέθηκαν τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο σαν να τα άφησε κάποιο χέρι.
«Δεν πιστεύω ότι η εξαφάνισή της οφείλεται σε φυσικούς παράγοντες . Κάτι άλλο έχει γίνει».
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν η γυναίκα έγινε άθελα της μάρτυρας κάποιας παράνομης δοσοληψίας, ο μάρτυρας λέει πως λογικά θα πρέπει να προϋπήρχε κάποια σύγκρουση…
Τρία χρόνια μετά το ταγάρι που είχε μαζί της η αγνοούμενη μητέρα βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού της χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει ποιος το άφησε εκεί και γιατί.
«Κάποιος μας το άφησε για να το βρούμε…» λέει η κόρη της αγνοούμενης μητέρας με φωνή που τρέμει ανάμεσα στον θυμό και τον φόβο. Έχει την αίσθηση πως κάποιος παίζει με την οικογένεια. Τους δοκιμάζει. Τους προειδοποιεί; Ή προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την έρευνα;
Τι λέει ο γιος της άτυχης γυναίκας – «Η εξαφάνιση της μητέρας μου μόνο τυχαία δεν είναι…»
Η οικογένεια της βυθίστηκε σε έναν εφιάλτη χωρίς προηγούμενο αφού πλέον ήταν ξεκάθαρο πως κάποιος η κάποιοι ήθελαν να στείλουν στα παιδιά της ένα μήνυμα με σαφές υπονοούμενο : «σταματήστε να ψάχνετε»…
«Η μητέρα μου βοηθούσε τον αδελφό μου στα πρόβατα και γενικά έκανε κανονική αγροτική ζωή .Την προηγούμενη ημέρα είχε χάσει τα πρόβατα και την επομένη θα σηκωνόταν νωρίς για να τα ψάξει. Ο πατέρας μου ξύπνησε γύρω στις οκτώ και δεν την βρήκε. Την περίμενε αλλά δεν επέστρεψε . Ήρθε η αστυνομία, ψάξαμε το στάβλο, τους δρόμους, τα βουνά, αλλά τίποτα, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε.»
Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που όπως λένε την είδαν εκείνο το πρωινό, περιέπλεξαν το μυστήριο.
«Υπάρχουν δύο μαρτυρίες. Η πρώτη είναι ενός εργάτη, που την είδε να πηγαίνει προς το Ρίκι, μια περιοχή ανάμεσα στη Μάλθη και στο χωριό μας στις 8 παρά τέταρτο το πρωί. Η δεύτερη είναι του φούρναρη, που την είδε γύρω στις εννέα και τέταρτο στο σπίτι, όταν πήγε να δώσει ψωμί στον πατέρα μου.» υποστηρίζει ο γιος της.
Κανείς δεν είδε την γυναίκα να επιστρέφει στο σπίτι.
«Αυτό είναι το περίεργο γιατί αν η μάνα μου πήγαινε να βρει τα πρόβατα και είχε πάει στο βουνό, δεν είχε λόγο να γυρίσει. Ή μπερδεύτηκε ο φούρναρης ή η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι. Ο καιρός δεν ήταν ιδιαίτερα καλός. Είχε συννεφιά και την επόμενη ημέρα έβρεξε. Ήρθε η αστυνομία με σκυλιά για να ψάξουν αλλά επειδή έριξε βροχή δεν μπορούσαν τα σκυλιά να μυρίσουν.»
Τρεις μήνες αργότερα, η αστυνομία ενημέρωσε την οικογένεια για ένα εύρημα που τους συγκλόνισε. Ρούχα της Αμαλίας Νικολοπούλου τοποθετημένα σε δύσβατο σημείο με τρόπο που μόνο ερωτήματα προκάλεσε…
«Βρέθηκαν δύο ρούχα της μητέρας μου, σε ένα δύσβατο σημείο, ψηλά, περίπου πεντακόσια μέτρα από τη Μάλθη. Ήταν μια φόρμα και μια φούστα, κουλουριασμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το σημείο ήταν τόσο απόμερο που μόνο ένας βοσκός θα μπορούσε να τα εντοπίσει. Ο βοσκός μάλιστα παραξενεύτηκε γιατί περνούσε συχνά από εκεί και δεν τα είχε ξαναδεί.»
Ακολούθησε τέσσερις μήνες αργότερα η ζακέτα της που εντόπισε ο αδελφός του σε άλλο δύσβατο σημείο μακριά από το προηγούμενο. Το αποκορύφωμα ήταν το τελευταίο εύρημα τρία χρόνια αργότερα μέσα στην αυλή του σπιτιού τους. Η υποψία έγινε βεβαιότητα κάποιος ήθελε να τους στείλει ένα μήνυμα…
«Με παραξένεψε… Είναι ένα περίεργο γεγονός ότι βρέθηκε μετά από τρία χρόνια σχεδόν, το ταγάρι της μητέρας μου στην αυλή του σπιτιού της», λέει ο γιος της Παναγιώτης στο «Τούνελ».
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου για το ενδεχόμενο η μητέρα του να είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει καθώς πήγαινε στο βουνό, ο γιος της αναφέρει με νόημα: «Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι τόσον καιρό που έχει χαθεί η μητέρα μου, θα έπρεπε να είχαμε βρει κάτι.
Υπάρχουν διάφορα σενάρια. Εκείνο που ξέρω όμως είναι ότι η μάνα μου δεν είχε τη δύναμη ούτε να ανέβει στα βουνά, ούτε να κυνηγήσει τα πρόβατα».
Αντιφατικές οι μαρτυρίες
Δύο είναι οι μάρτυρες που επιμένουν ότι την είδαν εκείνο το πρωινό ωστόσο τα όσα λένε στην εκπομπή είναι εντελώς αντιφατικά καθώς εμφανίζουν την αγνοούμενη να βρίσκεται σε δυο διαφορετικά μέρη την ίδια περίπου ώρα .
Η πρώτη είναι ενός εργάτη, που την είδε να πηγαίνει προς το Ρίκι, μια περιοχή ανάμεσα στη Μάλθη και στο χωριό της στις 8 παρά τέταρτο το πρωί. Η δεύτερη είναι του φούρναρη, που την είδε γύρω στις εννέα και τέταρτο στο σπίτι, όταν πήγε να δώσει ψωμί στο σύζυγό της.
«Είμαι σίγουρος οτι την είδα εκείνο το πρωί…»
Η Αμαλία Νικολοπούλου περπατούσε στον δρόμο που ενώνει το χωριό της, τη Ρευματιά, με τη Μάλθη, τον γειτονικό οικισμό. Ο μάρτυρας την είδε λίγο πριν φτάσει στον στάβλο που διατηρούσε η οικογένειά της.
«Είχα πάει να καθαρίσω έναν στάβλο εκεί κοντά, που άνηκε στον ανιψιό της. Πριν φτάσω στο χωριό, την είδα να περπατάει προς τη Μάλθη, μόνη της. Όταν έφτασα στον ανιψιό της, του το είπα γιατί τη γνώριζα από παλιά. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε πού την είδα, γιατί είχε εξαφανιστεί» λέει ένας μάρτυρας.
Όπως περιγράφει, διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Εκείνος ελάττωσε ταχύτητα και κατέβασε το παράθυρο του οχήματός του. Η εικόνα της του έκανε εντύπωση.
«Ήταν μόνη της και κρατούσε μια μαγκούρα και μια ομπρέλα. Όπως περνούσα, σταμάτησε και με κοιτούσε επίμονα, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει ποιος είμαι. Δεν θυμάμαι με λεπτομέρεια τι ειπώθηκε ή τι ακριβώς είπα στον ανηψιό της. Ήμασταν μαζί από τις οχτώ το πρωί μέχρι τις τρεις το μεσημέρι και είπαμε πολλά, οπότε δεν θυμάμαι τα πάντα. Από τη στιγμή που έφτασα στον στάβλο, δεν είδα κανέναν να περνάει…», είπε χαρακτηριστικά.
Τι αποκαλύπτει ο ανηψιός της αγνοούμενης
Στον δημοσιογράφο της εκπομπής μίλησε και ο ανηψιός της αγνοούμενης.
«Το βράδυ πριν εξαφανιστεί είχε χάσει τα πρόβατα και το επόμενο πρωί πήρε τον δρόμο για να πάει στο διπλανό χωριό να τα βρει. Εγώ είχα καλέσει έναν Αλβανό για να κάποιες εργασίες και εκείνος την συνάντησε στο δρόμο γύρω στις οκτώ παρά τέταρτο. Κανένας άλλος δεν την είδε. Το απόγευμα με φώναξε ο θείος μου και μου είπε ότι δεν γύρισε ξανά η γυναίκα. Αμέσως πήγαμε στη Μάλθη, ρωτήσαμε και δεν την είχε δει κανένας. Τα πρόβατα εν τω μεταξύ ήρθαν από τον Χρυσότοπο προς τα κάτω» αποκάλυψε στην εκπομπή.
Φούρναρης: «Τι λένε για βουνό; Εγώ κοντά στο σπίτι της την είδα»
Ο φούρναρης του χωριού ισχυρίζεται ότι την είδε μετά τις εννέα, κοντά στο σπίτι της. Της είπε μάλιστα καλημέρα, πριν δώσει το ψωμί στον σύζυγό της. Η γυναίκα, όπως περιγράφει, ήταν μόλις πενήντα μέτρα από το σπίτι, και δεν φαινόταν άνθρωπος που θα έφευγε ξανά προς το βουνό.
Το περίεργο στην υπόθεση όπως τονίζει είναι το γεγονός ότι δεν βρέθηκε κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στον εντοπισμό της.

