Μάλιστα, τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν το 2023 το αστρονομικό ποσό των 777 εκατομμυρίων ευρώ για ξένες γλώσσες, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022 και 9,1% σε σύγκριση με το 2013.
«Τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών αναγνωρίζονται ως βασικός πυλώνας της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στη χώρα μας, τόσο από τους γονείς όσο και τους νέους», επισημαίνει έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ. «Οι υψηλότερες αναφορές σχετίζονται με την κάλυψη της αδυναμίας του σχολείου να διδάξει αποτελεσματικά ξένες γλώσσες (29% των γονέων και 27% των νέων), καθώς και με τη λειτουργία των Κέντρων ως κύριας δομής εκμάθησης (27% και 26% αντίστοιχα)».
Ανοδικά
Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το ΚΑΝΕΠ για την ξενόγλωσση εκπαίδευση, το ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο δαπάνης καταγράφεται το 2017, ενώ από το 2018 και μετά οι δαπάνες αυξάνονται σταδιακά, με ισχυρή άνοδο τα τελευταία δύο χρόνια.
Για τους μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το ποσό που ξόδεψαν οι γονείς για τις ξένες γλώσσες αυξήθηκε σημαντικά (κατά 48,8%) την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τα 294,8 εκατομμύρια ευρώ το 2023, από 198 εκατομμύρια ευρώ το 2013.
«Η τάση αυτή υποδηλώνει ότι ολοένα και περισσότερες οικογένειες επιλέγουν να ξεκινήσουν την ξενόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους από μικρή ηλικία, παρά τις οικονομικές πιέσεις. Επιπροσθέτως, στην τάση αυτή ενδεχομένως να έχουν παίξει ρόλο και η ενίσχυση των αγγλικών στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, καθώς και η ένταξή τους στο Νηπιαγωγείο».
Το μεγαλύτερο μερίδιο της δαπάνης απορροφά η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με 353 εκατομμύρια ευρώ και ποσοστό 45,4%.
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι επίσης ότι το 2023 οι οικογένειες σε αστικές περιοχές ξόδεψαν το 0,91% των συνολικών αγορών τους για ξένες γλώσσες, έναντι 0,86% των αγροτικών νοικοκυριών. Το 2023, τα νοικοκυριά της Δυτικής Ελλάδας και της Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης αφιέρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των αγορών τους σε ξένες γλώσσες (1,4% και 1,3% αντίστοιχα), ενώ οι χαμηλότερες δαπάνες καταγράφονται στο Βόρειο Αιγαίο (0,6%), στην Ηπειρο και την Πελοπόννησο (0,7%).
Υψηλά ποσοστά
Στη μελέτη του ΚΑΝΕΠ επισημαίνεται ότι η χώρα μας καταγράφει από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. ως προς τη διδασκαλία δύο ή περισσότερων ξένων γλωσσών στην Πρωτοβάθμια και την κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο), ενώ παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο και στην ανώτερη γενική Δευτεροβάθμια. Ωστόσο, το μάθημα δεύτερης ξένης γλώσσας στα Επαγγελματικά Λύκεια παραμένει εξαιρετικά περιορισμένο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, το 2022, το 98,2% των μαθητών διδασκόταν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 11η θέση στην Ε.Ε. των «27».
Μάλιστα, περίπου 1 στους 3 μαθητές διδάσκεται δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες – ποσοστό υπερπενταπλάσιο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,5%). Την περίοδο 2013-2022 καταγράφεται σημαντική αύξηση στο ποσοστό των μαθητών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που διδάσκονται ξένες γλώσσες (+30%), γεγονός που σχετίζεται με την έναρξη διδασκαλίας των αγγλικών από την Α’ Δημοτικού και την εισαγωγή δεύτερης γλώσσας στις τελευταίες τάξεις.
«Σχεδόν καθολική» είναι η διδασκαλία ξένων γλωσσών στην κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με το 99,3% να μαθαίνει τουλάχιστον μία και το 96,2% δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες. Η Ελλάδα καταγράφει σταθερά υψηλότερα ποσοστά από τον μέσο όρο της Ε.Ε., όπου το 60,7% των μαθητών διδάσκεται δύο ή περισσότερες γλώσσες.
Στην ανώτερη γενική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, το 64% διδασκόταν δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες το 2022, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση σε σχέση με το 2013, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2,7%. «Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στη 18η θέση στην Ε.Ε., υποδηλώνοντας ότι άλλες χώρες διατηρούν πιο συνεπείς πολιτικές πολυγλωσσίας στη βαθμίδα αυτή».
Η εικόνα στην επαγγελματική ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση διαφοροποιείται: το 78,3% διδάσκεται τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά), αλλά η διδασκαλία δεύτερης είναι σχεδόν ανύπαρκτη (0,8%), με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην Ε.Ε.

