Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ενέταξε τις δύο εταιρείες στη «μαύρη λίστα», επικαλούμενο «την έλλειψη σοβαρής δέσμευσης της Ρωσίας στη διαδικασία ειρήνευσης». Η κίνηση συνιστά στροφή 180 μοιρών στην προσέγγιση της Δύσης, που μέχρι σήμερα επιδίωκε να μειώσει τα κρατικά έσοδα χωρίς να διαταράξει τη ροή πετρελαίου στην αγορά.
Οι αγορές αντέδρασαν άμεσα: το Brent ενισχύθηκε έως 3%, ξεπερνώντας τα 64 δολάρια το βαρέλι. Η απειλή περαιτέρω περιορισμού των ρωσικών εξαγωγών εγείρει νέα αβεβαιότητα σε μια αγορά που προετοιμαζόταν για πιθανή υπερπροσφορά. Η Rosneft, υπό τον Ίγκορ Σέτσιν, και η Lukoil καλύπτουν σχεδόν το ήμισυ των ρωσικών εξαγωγών αργού (εκτίμηση Bloomberg), ενώ τα έσοδα από φόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του ρωσικού προϋπολογισμού.
Ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε «Απλώς ένιωσα πως είχε έρθει η ώρα» και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι κυρώσεις «δεν θα διαρκέσουν πολύ», παραπέμποντας παράλληλα σε μελλοντική, μη άμεση συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Το Κίεβο χαιρέτισε την κίνηση, με την πρέσβειρα Όλγα Στεφανισίνα να δηλώνει ότι «για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του 47ου Προέδρου των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον επιβάλλει πλήρεις κυρώσεις αποκλεισμού σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες». Την ίδια ημέρα, η Ρωσία εξαπέλυσε νέες επιθέσεις σε ουκρανικές πόλεις, με τουλάχιστον επτά νεκρούς, ενώ οι επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές και οι κινεζικές αντιδράσεις αυξάνουν τον γεωπολιτικό και ενεργειακό κίνδυνο.