Η τοποθέτησή του έρχεται σε μια περίοδο αναπροσαρμογής της ισραηλινής διπλωματίας, καθώς μετά την παραίτηση του Ρον Ντέρμερ ο Λάιτερ αναλαμβάνει ρόλο κεντρικού δίαυλου με τον Λευκό Οίκο.
Σχολιάζοντας τη συμπεριφορά της τουρκικής ηγεσίας, ο Λάιτερ σημειώνει ότι «ο Ερντογάν έχει γίνει εχθρικός και πολεμοχαρής, αλλά η Τουρκία βρίσκεται σε στρατηγική γεωγραφική θέση». Στόχος, κατά τον ίδιο, είναι «να διαμορφωθεί μια λειτουργική, πρακτική σχέση πάνω σε αυτό το ζήτημα», ισορροπώντας τις επιταγές ασφαλείας του Ισραήλ με την πραγματικότητα της στρατηγικής θέσης της Άγκυρας. Υπογραμμίζει επίσης ότι «δεν μπορούμε να έχουμε τουρκικά στρατεύματα στη Γάζα ή τη Συρία. Και αυτές οι πρακτικές απαιτήσεις δεν έχουν αμφισβητηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες· έχουν γίνει αποδεκτές».
Ο Λάιτερ επαναλαμβάνει τη σαφή προτίμηση του Ισραήλ: «Θα προτιμούσαμε η Τουρκία να μην λάβει F-35 από τις ΗΠΑ» και αφήνει την τελική απόφαση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τις διαφορές, διαβεβαιώνει ότι «Δεν έχουμε κάποιο σημείο διαφωνίας αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό υπάρχει η διπλωματία». Απορρίπτει επίσης ανησυχίες για πιθανό κίνδυνο στο ποιοτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ από συμφωνίες όπλων ΗΠΑ-αραβικών κρατών: «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ποιοτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ θα τεθεί σε κίνδυνο». Κλείνει με τον χαρακτηρισμό του «πρωταρχικού δεσμού» με τις ΗΠΑ ως «δεσμό συμφερόντων, τόσο βαθύ και πλατύ, όσο και ειλικρινή και μόνιμο όσο το Ισραήλ».