Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι «η δικαιούχος εμφάνισε πάνω από 1.000 μισθωτήρια που αποδεικνύουν ότι εκμεταλλευόταν περισσότερα από 4.000 στρέμματα», και τόνισε ότι η υπόθεση προκάλεσε κοινωνική αναστάτωση λόγω της διαπόμπευσης της ηλικιωμένης.
Οι διάδοχοί του στον οργανισμό, Νίκος Σαλάτας και Κυριάκος Μπαμπασίδης, κατέθεσαν ότι στο αρχείο της πρώην διευθύντριας Παρασκευής Τυχεροπούλου εντοπίστηκαν έγγραφα που αποδεικνύουν αποδοχή προσφυγών κατόχων παράνομων ΑΦΜ και καταβολές σε μη δικαιούχους. Σύμφωνα με τους μάρτυρες, μέσω του ίδιου μηχανισμού πληρώθηκαν συνολικά 13 δικαιούχοι, πολλοί από τους οποίους εντοπίστηκαν από ελέγχους της ΕΛΑΣ και της ΑΑΔΕ και δέσμευσαν την περιουσία τους.
Ο κ. Σημανδράκος επιχείρησε πλήρη κάλυψη των αποφάσεων, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «Από αυτές οι ιεραρχικές – αν θυμάμαι – ο μεγαλύτερος αριθμός κατατέθηκε επι θητείας του κ. Μελα. Ήταν δηλαδή από το 2021 και μετά. Αφορούσαν δικαιούχους που κατέθεσαν ενστάσεις γιατί εντοπίστηκαν προβλήματα από ελέγχους, οι ενστάσεις ακυρώθηκαν και κατόπιν έκαναν ιεραρχικές προσφυγές. Αυτές πήγαν στην Επιτροπή Ενστάσεων αλλά τα μέλη της επιτροπής δεν έκαναν την δουλειά τους. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί εκεί. Η Επιτροπή όμως διαβίβασε τις ιεραρχικές στην κεντρική υπηρεσία με αποτέλεσμα να λιμνάσουν. Υπήρξαν ενοχλήσεις από τους δικαιούχους. Κάποιος έπρεπε να τις προχωρήσει. Κάποιες ιεραρχικές προχώρησαν και κάποιες όχι. Όταν είσαι σε τέτοιες θέσεις ευθύνης πρέπει να πάρεις απόφαση αντί να μην παίρνεις απόφαση».
Ειδικά για την 73χρονη ανέφερε: «για την Σ.Π. την 73χρονη έχει γίνει πολύς λόγος. Κακώς διαπομπεύτηκε και αναφέρθηκε ότι δεν έχει εκτάσεις. Είχε 4.000 στρέμματα. Το πρόβλημα με την συγκεκριμένη προέκυψε, αν θυμάμαι, το 2016-18 γιατί τότε το πληροφοριακό σύστημα μπορούσε να δεχθεί συγκεκριμένο αριθμό ενοικιαστηρίων (σ.σ. μισθωτήρια εκτάσεων που εμφάνιζαν ως βοσκότοπους). Η συγκεκριμένη είχε περίπου 1.000 και κάτι μισθωτήρια και δεν μπόρεσε να γίνει καταχώρηση με αποτέλεσμα να της υποβληθεί πρόστιμο. Πήγε στην Επιτροπή ελέγχου αλλά η επιτροπή αντί ελέγχου προτίμησε να στείλει τον φάκελο στην κεντρική υπηρεσία με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του δικαιούχου. Η δικαιούχος προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης παραστατικά δαπανών (π.χ. αποδείξεις κατανάλωσης καυσίμων 25.000 ευρώ το χρόνο, πληρωμές για ανταλλακτικά 130.000 ευρώ) που, όπως είπε, τεκμηριώνουν δραστηριότητα. Παρά την αναφορά του ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έκρινε ότι στην περίοδο του ακολουθήθηκαν βέλτιστες πρακτικές, η υπόθεση αναδεικνύει την ανάγκη αυστηρών ελέγχων και ταχείας διαλεύκανσης για την προστασία των δημοσίων πόρων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

