Η μείωση του χρέους μπορεί να οδηγήσει στο να σπάσει το «ταμπού» της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ, το οποίο κανείς σήμερα δεν θέλει να συζητήσει. Τούτο παρά το γεγονός ότι το 24%, που είναι ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ (ο οποίος επιβλήθηκε λόγω τη κρίσης), είναι ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρώπη, μετά το 25% που επιβάλλει στη δική της αγορά η Δανία, χώρα που διατηρεί μεν γενικά από τους υψηλότερους συντελεστές φορολογίας σε εισοδήματα, εμπορεύματα και υπηρεσίες, θεωρείται ωστόσο πρότυπο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα σε επίπεδο εισοδημάτων και του λεγόμενου «κοινωνικού μισθού», δηλαδή της Υγείας, της Παιδείας, της Δικαιοσύνης, της ασφάλειας και της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής που αφορά σε άνεργους, ηλικιωμένους και ΑμεΑ.
Η ταχεία μείωση του χρέους ελαφρύνει το Δημόσιο από πληρωμές τόκων και έχει φθηνότερο δανεισμό. Η εκάστοτε κυβέρνηση έχει ως βασικό ρόλο την αναδιανομή των κρατικών εσόδων. Με την προσπάθεια που γίνεται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, μόνο για τη διετία 2024-2025, θα προκύψουν νέα έσοδα ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ.
Από τα χρήματα αυτά έχουν διατεθεί για νέα μέτρα 3 δισ. ευρώ από τη φοροδιαφυγή, χρηματοδοτήθηκε το πρόσθετο πακέτο μέτρων ύψους 1,1 δισ. ευρώ το οποίο ανακοινώθηκε πριν απ’ το Πάσχα, όπως και τα μέτρα ύψους 1,76 δισ. ευρώ που δρομολογούνται για να εφαρμοστούν το 2026 με τη μορφή φορολογικών μειώσεων και στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων. Η προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής αναμένεται να διευρυνθεί, από το τέλος του 2025 ή τις αρχές του 2026, στις μεταφορές καπνικών προϊόντων και καυσίμων, οι οποίες υπολογίζεται ότι στερούν περίπου 1 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από τα δημόσια έσοδα.
Tα επιπλέον έσοδα, ειδικά από τη φοροδιαφυγή, εκτός από την εδραίωση αισθήματος δικαιοσύνης σε όσους είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, δίνουν περιθώριο για υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα επιταχύνουν περισσότερο τη μείωση του χρέος. Μόλις το χρέος θα αρχίσει να μειώνεται σημαντικά, θα αρχίσει να αυξάνεται το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα. Από αυτό το δυσνόητο μέγεθος προκύπτει η οροφή της αύξησης των δαπανών, η οποία περιορίζει από το 2024 την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών σε ετήσια βάση.
Είναι δεδομένο ότι αν το όριο αύξησης των δαπανών αυξηθεί από 3-3,1% σε 4% ή 5%, τότε θα υπάρχει περιθώριο για επιπλέον θετικά μέτρα 1-2 δισ. ευρώ. Με βάση τις νεότερες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, η αύξηση του ορίου των δαπανών θα πρέπει να αναμένεται αμέσως μετά το 2028, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης 2% ή και λίγο υψηλότερους και θα συνεχίσει να δίνει την ίδια έμφαση στη συγκρατημένη δημοσιονομική πολιτική.
Σημαντικό κέρδος
Εκτός όμως από τις ελαφρύνσεις που θα γίνουν με διοικητικές αποφάσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση, η μείωση του χρέους θα δώσει βαθιά ανάσα στην ιδιωτική οικονομία. Η μείωση του χρέους θα φέρει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα Α- και στη συνέχεια στην Α. Δηλαδή εκεί που βρισκόταν η Ελλάδα μέχρι και την πολυετή οικονομική κρίση. Στη συνέχεια, η αξιοπιστία των ελληνικών ομολόγων, μετά και τις υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης, κατρακύλησε στα τάρταρα.
Η αξιοπιστία αυτή άρχισε σιγά σιγά να ανακτάται από το 2018, με πρώτο σταθμό την ανάκτηση της ελάχιστης επενδυτικής βαθμίδας, στο τέλος του 2023. Πλέον, η Ελλάδα πέτυχε άλλη μία αναβάθμιση εντός της επενδυτικής βαθμίδας και πλέον από τη βαθμίδα Α τη χωρίζουν 3 αναβαθμίσεις, οι οποίες δεν θα είναι εύκολες. Ωστόσο, όταν θα αρχίσουν να έρχονται, το σκηνικό θα αρχίσει να αλλάζει οριστικά. Η υψηλότερη βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας θα έρθει μαζί με χαμηλότερες αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, οι οποίες είναι πλέον εδώ και καιρό χαμηλότερες από αυτές της Ιταλίας και πιο πρόσφατα της Γαλλίας. Σταδιακά, το κόστος δανεισμού θα φτάσει και θα ξεπεράσει αυτό της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και στη συνέχεια της Κύπρου.
Η υψηλότερη αξιοπιστία του Ελληνικού Δημοσίου θα περάσει αυτόματα και στις τράπεζες. Και αυτές θα μπορούν να δανείζονται φθηνότερα από τη διατραπεζική αγορά και να προχωρούν σε χορηγήσεις με όλο και μικρότερα επιτόκια. Αυτό σημαίνει χαμηλότερο επιτόκιο σε στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Σε συνδυασμό και με την αύξηση των εισοδημάτων, αυτό θα οδηγήσει σε υψηλότερη κατανάλωση και τελικά στην ανάκτηση της «κανονικότητας» που ζούσαμε πριν από 15 χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά, η οικονομία θα έχει γερά θεμέλια και δεν θα καταλήξουμε, όπως τότε, σε έναν νέο φαύλο κύκλο μνημονίων.
Πρόωρη εξόφληση του δανείου των 52,9 δισ. ευρώ
Το σχέδιο για την ταχύτερη μείωση του χρέους είναι στο μεγαλύτερο μέρος του γνωστό. Το ΥΠΕΘΟ και ο ΟΔΔΗΧ έχουν ήδη προαναγγείλει την πρόωρη εξόφληση του δανείου των 52,9 δισ. ευρώ, που πήρε η Ελλάδα απευθείας από τις χώρες της ευρωζώνης, το 2030, δηλαδή 10 χρόνια πριν από την προγραμματισμένη λήξη του, το 2040. Στη συνέχεια, με τη χρήση του τεράστιου ποσού ταμειακών αποθεμάτων, τα οποία και φέτος θα κλείσουν στα 35 δισ. ευρώ, θα μπορούν να αγοράζονται επιλεκτικά μικρά κομμάτια ακριβού χρέους, βελτιώνοντας το προφίλ του συνολικού χρέους της Γενικής Κυβέρνησης. Μάλιστα, αν και δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή, από το 2024 μέχρι και το τέλος του 2025 το απόλυτο ποσό του χρέους αναμένεται να μειωθεί κατά 6 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά στα χρονικά. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος αναμένεται από το 145,6% φέτος να μειωθεί στο 137,6% στο τέλος του 2026. Από εκεί και πέρα, με μέση ετήσια μείωση κατά 6,5% του ΑΕΠ, το χρέος θα φτάσει το 2030 κοντά στο 110% του ΑΕΠ. Οσο ήταν και το 2009, τη χρονιά πριν μπούμε στην περιπέτεια των μνημονίων. Από εκεί και πέρα, η πορεία θα είναι ευκολότερη, αφού θα έχουν χαλαρώσει για την Ελλάδα οι όροι του δημοσιονομικού συμφώνου.

