Τα οικονομικά αποτελέσματα του εννεαμήνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025 (9Μ 2025) των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος – ΕΤΕ, Τράπεζα Πειραιώς) κρίνονται συνολικά θετικά. Αντίστοιχα θετικές ήταν και οι διαπιστώσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης και αναλυτές. Παρά την πίεση στα έσοδα από τόκους (NII) λόγω αποκλιμάκωσης των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, η κερδοφορία διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο υποστηριζόμενη από θετική πιστωτική επέκταση (~ +11% σε ετήσια βάση), τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν σε €3,5 δισ., με έσοδα από τόκους €6,1 δισ. και προμήθειες €1,7 δισ. Ταυτόχρονα τα λειτουργικά κόστη διατηρούνται σε χαμηλό επίπεδο, με τον λόγο κόστους/εσόδων (C:I) να κινείται στο 33%. Τέλος, το κόστος πιστωτικού κινδύνου έχει διαμορφωθεί στο χαμηλό επίπεδο του 0,6%.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,9% τον Σεπτέμβριο του 2025 από 16% τον Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) ενισχύθηκε σε 20,1% (TCR: 19,8% τον Δεκέμβριο του 2024). Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται, κυρίως, στην έκδοση κεφαλαιακών μέσων τα οποία προσμετρούνται μεν στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, αλλά δεν αποτελούν μέρος του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1). Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2025 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε €11,6 δισ., αντιπροσωπεύοντας το 43,5% του CET1, από 47,5% τον Δεκέμβριο του 2024.
Παράλληλα, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε περαιτέρω. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Σεπτέμβριο του 2025, έναντι 3,8% τον Δεκέμβριο του 2024. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ και έχει συγκλίνει σημαντικά με τον μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ενωση.
Τον Σεπτέμβριο του 2025, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε σε 10,7%, κυρίως λόγω της αύξησης της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων κατά 16,1%.
Ενίσχυση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων συμβάλλει στην αύξηση των επενδύσεων και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Επισημαίνεται ότι η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ευνοήθηκε από τη χρήση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ 2021-2027), καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Παρά το ότι ο ελληνικός κλάδος των λιγότερο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων (ΛΣΠΙ) είναι μικρός (με εκτιμώμενο μερίδιο αγοράς κοντά στο 4-5%), υπήρξε σημαντική βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου του κλάδου ως αποτέλεσμα τόσο της εσωτερικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τα ΛΣΠΙ όσο και της εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της Παγκρήτιας Τράπεζας και της Attica Bank στο πλαίσιο της συγχώνευσής τους και της συμμετοχής τους στον Ηρακλή ΙΙΙ. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούμε ότι οι λιγότερο σημαντικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλό βαθμό πιστωτικής επέκτασης, παρέχοντας χρηματοδότηση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας), παρουσιάζοντας βελτιωμένη λειτουργική κερδοφορία και υψηλή ρευστότητα. Επισημαίνεται ότι η είσοδος νέων επενδυτών και η λειτουργική κερδοφορία των ΛΣΠΙ έχουν επιτρέψει τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας των ΛΣΠΙ, ενώ συνεχίζει να υφίσταται ενδιαφέρον επενδυτών για την είσοδο στο μετοχικό κεφάλαιο των ΛΣΠΙ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχίζει να δίνει έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας του Ενεργητικού των ΛΣΠΙ, πιέζοντας και τα μικρότερα από αυτά να αναλάβουν δράση για να μειώσουν περαιτέρω το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Η υιοθέτηση του prudential backstop για τα λιγότερα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα είναι μια σημαντική εξέλιξη για την επίτευξη της πλήρους εξυγίανσης των ισολογισμών αυτών των τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επικοινωνήσει με τις επηρεαζόμενες τράπεζες νωρίς εντός του 2025, έχει ζητήσει την υποβολή σχετικών σχεδίων δράσης και παρακολουθεί την υλοποίησή τους.
Το 2025 είναι μία ακόμα χρονιά (απ’ ό,τι φαίνεται με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία 9M 2025) που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα συνεχίσει να έχει σημαντική κερδοφορία, καθώς η πίεση που παρουσιάστηκε στα καθαρά έσοδα από τόκους (απόρροια της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων) αντισταθμίστηκε μερικώς από τη σημαντική αύξηση των χορηγήσεων. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στα έσοδα από προμήθειες, που τα ενίσχυσαν, κυρίως, από διαχείριση επενδυτικών προϊόντων, συνεχίστηκε ο περιορισμός των λειτουργικών εξόδων, ενώ το κόστος πιστωτικού κινδύνου παρέμεινε χαμηλά. Παράλληλα η ισχυρή κερδοφορία των προηγούμενων ετών ενίσχυσε την ανθεκτικότητα και διευκόλυνε τη στοχευμένη στρατηγική διαφοροποίησης εσόδων μέσω εξαγορών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Θετικές προοπτικές
Οι προοπτικές παραμένουν θετικές και για το 2026 και, παρά την πτώση των επιτοκίων, η κερδοφορία αναμένεται να παραμείνει σχετικά υψηλή. Κοιτάζοντας μπροστά, οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η πιστωτική επέκταση στηρίζεται σε συντηρητικά κριτήρια και διαδικασίες, προκειμένου να διατηρήσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις υπολειπόμενες εστίες πιστωτικού κινδύνου. Θα πρέπει, επίσης, να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα θέματα κόστους και να προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και τις τάσεις ψηφιοποίησης, για να επιτύχουν τη διατήρηση της κερδοφορίας τους τα επόμενα χρόνια. Οι συνεχείς επενδύσεις στην τεχνολογία είναι απαραίτητες, προκειμένου να θωρακιστούν από κυβερνοεπιθέσεις, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους και να ανταποκριθούν καλύτερα στις εξελισσόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών. Επιπλέον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που σχετίζονται και με τις διεθνείς εξελίξεις συνεχίζουν να αποτελούν τον πιο απρόβλεπτο και εν δυνάμει σημαντικό παράγοντα κινδύνου, κάτι το οποίο θα πρέπει οι τράπεζες να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους στον καθορισμό της μερισματικής πολιτικής τους, καθώς και στη διατήρηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων. Η ανθεκτικότητα που έχει επιτευχθεί δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό και αποφάσεις με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Σχετικά με την πιστωτική επέκταση από το 2027 και μετά, η προοπτική παραμένει σταθερά θετική, με προβλεπόμενη συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης, υποστηριζόμενη από οικονομική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά περίπου 2-2,4%. Ωστόσο, υπάρχουν προκλήσεις που αφορούν το εύρος της εγχώριας επέκτασης των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τον χρονικό ορίζοντα της αναθέρμανσης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά και, κυρίως, προς τη στεγαστική πίστη. Επίσης, δεν μπορούν να αγνοηθούν παράμετροι όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και εντάσεις, που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη έμμεσα, χωρίς ωστόσο να αποτελούν βασική απειλή για τη σταθερότητα. Αυτήν την περίοδο, οι τράπεζες καταρτίζουν τα επιχειρηματικά σχέδια για την περίοδο 2026-2028, όπου εκεί θα ενσωματώσουν τις εκτιμήσεις και προβλέψεις τους για τα έτη αυτά, όπου πλέον θα αποτυπώνονται και με περισσότερη σαφήνεια οι πρωτοβουλίες που έχουν ήδη δρομολογήσει έτσι ώστε να διατηρηθούν σε θετική τροχιά επέκτασης.

