Βρετανικά αεροσκάφη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας δέχθηκαν στόχευση με λέιζερ από το πλοίο, ενώ ο υπουργός Άμυνας Τζον Χίλι χαρακτήρισε την ενέργεια «βαθιά επικίνδυνη» και προειδοποίησε ότι η Βρετανία έχει «στρατιωτικές επιλογές έτοιμες». Το Λονδίνο αναφέρει επανειλημμένες παρουσίες και μιλά για δεύτερη είσοδο σε βρετανικά ύδατα φέτος.
Το «Γιαντάρ» δεν είναι κλασικό πολεμικό σκάφος: υπάγεται σε ρωσικές υπηρεσίες βαθέων υδάτων και είναι εξοπλισμένο για χαρτογράφηση υποβρύχιων καλωδίων και άλλων υποδομών. Τα υποθαλάσσια καλώδια μεταφέρουν δεδομένα, χρηματοοικονομικές ροές και στρατιωτικές επικοινωνίες, και η προσέγγιση σε ευαίσθητες διαδρομές σημαίνει ότι ακόμη μικρής κλίμακας παρεμβάσεις μπορούν να προκαλέσουν δυσανάλογες επιπτώσεις. Νομικά, το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει «αθώα διέλευση», αλλά επαναλαμβανόμενες κινήσεις σε κρίσιμες ζώνες, στοχεύσεις λέιζερ και τροχιές κοντά σε υποδομές περιορίζουν την «αθωότητα» και στενεύουν τη γκρίζα ζώνη μεταξύ ειρήνης και εχθρικής δραστηριότητας. Στρατηγικά, η θέση ή η απόσταση από τα 12 ν.μ. έχει μικρότερη σημασία από τη συνολική συμπεριφορά του σκάφους.
Από τη ρωσική πλευρά, η αποστολή λειτουργεί ως μέσο πίεσης και μέτρησης ορίων: τεστάρει την αποφασιστικότητα Βρετανίας και ΝΑΤΟ χωρίς να επικαλείται ευθέως το Άρθρο 5. Η βρετανική αντίδραση κινείται σε τρία επίπεδα: επιχειρησιακή — συνοδεία από φρεγάτες και αεροπορική επιτήρηση με χαλαρότερους κανόνες εμπλοκής για καταγραφή και παρεμπόδιση· βιομηχανική — αιτήματα για αύξηση αμυντικών δαπανών και προστασία υποδομών· και πολιτική — ενσωμάτωση του επεισοδίου σε ευρύτερο αφήγημα περί αυξανόμενων απειλών. Το περιστατικό αναδεικνύει τη δοκιμασία που καλούνται να διαχειριστούν οι δυτικές δημοκρατίες: αποτροπή και προστασία κρίσιμων δικτύων χωρίς άμεση κλιμάκωση που θα απαιτούσε συλλογική στρατιωτική ανταπόκριση.