Γράφει η Δήμητρα Στάικου
Ωστόσο, αυτή η περιοχή, πλούσια σε φυσικό αέριο, μέταλλα και στρατηγικά κοιτάσματα, κατοικείται από κοινότητες Μπαλοχ που παραμένουν στο περιθώριο: με ελάχιστη πρόσβαση σε βασικές υποδομές, μόλις 5% καλλιεργήσιμη γη και ολόκληρες ζώνες πλήρως αποκομμένες από υπηρεσίες, εκπαίδευση ή οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης. Η κραυγαλέα αυτή αντίφαση — μια γη πλούσια, ένας λαός φτωχός — τροφοδοτεί επί δεκαετίες μια κρίση που το Πακιστάν φαίνεται ανίκανο ή απρόθυμο να αντιμετωπίσει.
Το 2025 κατέστησε σαφές ότι η επαρχία δεν βρίσκεται απλώς σε αναταραχή· κινείται σε μια επικίνδυνη πορεία που συνδυάζει πολιτική βία, κρατική καταστολή και έναν άνευ προηγουμένου ψηφιακό αποκλεισμό. Η Μπαλοχ Λιμπερέισον Άρμι και άλλες ένοπλες οργανώσεις πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις τους, πραγματοποιώντας πάνω από 280 χτυπήματα μόνο στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Η απαγωγή του τρένου Τζάφαρ Εξπρές τον Μάρτιο — ένα περιστατικό που θύμιζε περισσότερο ζώνη πολέμου παρά εσωτερική ασφάλεια — αποκάλυψε την αδυναμία της κυβέρνησης να προστατεύσει ακόμη και τις βασικές μεταφορικές της υποδομές. Οι βομβιστικές επιθέσεις του φθινοπώρου και η πρόσφατη επίθεση στη βάση της Φρόντιερ Κορπς στο Νοκκούντι επιβεβαίωσαν ότι οι αντάρτικες δυνάμεις παραμένουν ανθεκτικές, καλά οργανωμένες και ικανές να πλήξουν κρίσιμους στόχους.
Η κλιμακούμενη αστάθεια στο Μπαλοχιστάν έχει εγείρει διεθνείς φόβους ότι η επαρχία μετατρέπεται στο «νέο Μπαγκλαντές». Μπαλοχιστάν και Μπανγκλαντές παρουσιάζουν μια ανησυχητική ιστορική και πολιτική συνάφεια: και οι δύο περιοχές υπέστησαν συστηματική κρατική καταστολή από το πακιστανικό κράτος με παρόμοιες μεθόδους — βίαιη διάλυση διαδηλώσεων, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, εξωδικαστικές εκτελέσεις, καθώς και χρήση παρακρατικών ή θρησκευτικών εξτρεμιστικών ομάδων για τον έλεγχο του πληθυσμού. Όπως το Μπανγκλαντές πριν το 1971, έτσι και το Μπαλοχιστάν βιώνει πολιτική περιθωριοποίηση, οικονομική λεηλασία των φυσικών του πόρων χωρίς κανένα όφελος για τον τοπικό λαό, στρατιωτικοποίηση της καθημερινότητας και συστηματική προσπάθεια εξάλειψης της εθνικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Πνευματικοί άνθρωποι, ακτιβιστές και δημοσιογράφοι στοχοποιούνται, ενώ η θρησκεία εργαλειοποιείται ως μέσο κοινωνικού ελέγχου. Το μοτίβο είναι σαφές: ένας λαός που ζητά αυτοδιάθεση αντιμετωπίζεται ως υπαρξιακή απειλή. Η μόνη διαφορά είναι ότι το Μπανγκλαντές κατάφερε να απελευθερωθεί· το Μπαλοχιστάν συνεχίζει να αιμορραγεί.
Το πιο επικίνδυνο στοιχείο, όμως, είναι ότι οι βίαιες εξαφανίσεις των αντιφρονούντων συμβαίνουν μέσα σε μια «ψηφιακή νύχτα». Το digital shutdown — η συστηματική διακοπή του διαδικτύου από το κράτος — έχει μετατρέψει το Μπαλοχιστάν σε μια «μαύρη τρύπα» ενημέρωσης, όπου παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να λάβουν χώρα χωρίς μάρτυρες, χωρίς καταγραφή, χωρίς συνέπειες. Η απουσία ανεξάρτητων δημοσιογράφων, τεκμηρίωσης και βασικής επικοινωνίας επιτρέπει στη βία να λειτουργεί αθόρυβα και αόρατα για τη διεθνή κοινότητα.
Σε αυτό το σκοτάδι, όπου οι παραβιάσεις δεν μπορούν καν να καταγραφούν, το Μπαλοχιστάν προστίθεται στη διεθνή λίστα περιοχών όπου οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τον ψηφιακό αποκλεισμό ως εργαλείο καταστολής. Από το Κασμίρ — όπου το μεγαλύτερο δημοκρατικό μπλάκαουτ στην ιστορία της Ινδίας στέρησε τη φωνή εκατομμυρίων ανθρώπων — έως το Τιγκράι, όπου το ψηφιακό σκοτάδι κάλυψε εγκλήματα που ακόμη διερευνώνται· και από τη Μιανμάρ, όπου οι Ροχίνγκια εκδιώχθηκαν χωρίς μάρτυρες, μέχρι το Ιράν και τη Δυτική Παπούα, όπου το διαδίκτυο «κλείνει» όποτε το κράτος θέλει να κρύψει την καταστολή. Παντού επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο: όταν μια κυβέρνηση κατεβάζει τον διακόπτη, δεν προστατεύει τους πολίτες — προστατεύει το αφήγημά της.
Για τους κατοίκους, ο ψηφιακός αποκλεισμός δεν είναι μια απλή τεχνική ενόχληση· είναι μια καθημερινή πολιορκία. Οι οικογένειες δεν μπορούν να επικοινωνήσουν σε περιόδους κρίσης· οι φοιτητές μένουν αποκομμένοι από την εκπαίδευση· οι μικρές επιχειρήσεις παραλύουν· οι πολίτες δεν έχουν τρόπο να ζητήσουν βοήθεια ή να τεκμηριώσουν παραβιάσεις. Η κοινωνική συνοχή διαβρώνεται: η πληροφορία αντικαθίσταται από φήμες, ο φόβος γίνεται η κυρίαρχη γλώσσα και η κρατική εξουσία παγιώνεται μέσα από τη σιωπή.
Την ίδια στιγμή, οι θρησκευτικές μειονότητες του Μπαλοχιστάν — Χριστιανοί, Ινδουιστές, Χαζάρα Σιίτες, Αχμαντίγια και μικρότερες κοινότητες όπως οι Ζίκρι — ζουν σε μόνιμη κατάσταση απειλής. Οι νόμοι περί βλασφημίας λειτουργούν ως μηχανισμός εκφοβισμού, οδηγώντας σε αυθαίρετες συλλήψεις, φυλακίσεις ή ακόμη και λιντσαρίσματα. Οι Χαζάρα υφίστανται στοχευμένες επιθέσεις, ενώ οι Ινδουιστές στις αγροτικές περιοχές συχνά αντιμετωπίζουν απαγωγές και εξαναγκαστικές «μεταστροφές». Σε ένα περιβάλλον όπου η κρατική προστασία είναι ελλιπής και η ενημέρωση χειραγωγείται, η διαφορετική πίστη αρκεί για να μετατρέψει έναν άνθρωπο σε στόχο.
Το πακιστανικό κράτος καταπιέζει τόσο βίαια τις μειονότητες στο Μπαλοχιστάν όχι από απλή προκατάληψη, αλλά επειδή θεωρεί την καταστολή αναγκαίο στρατηγικό εργαλείο. Πρώτον, φοβάται βαθιά την απόσχιση: το Μπαλοχιστάν διαθέτει ισχυρό εθνικό κίνημα που ζητά αυτοδιάθεση, έλεγχο των πόρων και αποστρατιωτικοποίηση. Μια πιθανή ανεξαρτητοποίηση θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για αντίστοιχες τάσεις σε άλλες επαρχίες, απειλώντας την εδαφική συνοχή της χώρας. Δεύτερον, χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, στηριζόμενο σε σκληροπυρηνικές ισλαμιστικές ομάδες, δυσανάλογους νόμους περί βλασφημίας και οργανωμένα θρησκευτικά δίκτυα, ώστε να αφομοιώσει τις εθνοτικές ταυτότητες κάτω από έναν ενιαίο ισλαμικό μανδύα και να παρουσιάσει τον μπαλοχικό εθνικισμό ως «αντι-ισλαμικό» ή «αποσχιστικό». Τρίτον, επιδιώκει να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο των τεράστιων φυσικών πόρων της επαρχίας — αερίου, χρυσού, χαλκού, λιθίου — που τροφοδοτούν την εθνική οικονομία, την ώρα που ο τοπικός πληθυσμός παραμένει αποκλεισμένος.
Από αυτή τη συστηματική καταστολή το Πακιστάν αντλεί πολλαπλά στρατηγικά οφέλη. Πρώτον, διασφαλίζει την προστασία των κινεζικών επενδύσεων στο πλαίσιο του CPEC, ιδίως του στρατηγικού λιμανιού Γκουαντάρ. Δεύτερον, ενισχύει τον πακιστανικό στρατό — ένα πραγματικό «κράτος εν κράτει» — επιτρέποντάς του να διατηρεί γιγαντωμένη ισχύ, ανεξέλεγκτους προϋπολογισμούς και σταθερή παρουσία στην περιοχή. Τρίτον, αποτρέπει διεθνή στήριξη προς το αίτημα μπαλοχικής αυτοδιάθεσης, παρουσιάζοντας τους Μπαλόχ ως «τρομοκράτες» ή «όργανα της Ινδίας».
Και όσο το Πακιστάν συνεχίζει να σπρώχνει το Μπαλοχιστάν στο σκοτάδι, τόσο η φράση του Ντίκενς από το ιστορία δύο πόλεων — «Ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η εποχή του Φωτός» — ηχεί όχι ως λογοτεχνική υπερβολή, αλλά ως προειδοποίηση. Γιατί κάθε φορά που το Πακιστάν επιχειρεί να βυθίσει το Μπαλοχιστάν στη σιωπή, ενισχύει άθελά του το φως που διαφεύγει· το φως μιας αντίστασης που δεν πρόκειται να σβήσει επειδή ένα κράτος αποφάσισε να κατεβάσει τον διακόπτη.Η ιστορία έχει αποδείξει ξανά και ξανά:Κανένα μπλάκαουτ δεν σταματά έναν λαό που έχει ήδη μάθει να βλέπει στο σκοτάδι.

