Το Μ23, που κατέλαβε μεγάλες πόλεις όπως τη Γκόμα και το Μπουκάβου τον περασμένο χειμώνα και έδρασε πρόσφατα στην επαρχία του Νότιου Κίβου, έφθασε να ελέγχει κρίσιμες αρτηρίες στα σύνορα με το Μπουρούντι μετά την κατάληψη της Ουβίρα στις 10 Δεκεμβρίου.
Το κίνημα, το οποίο θεωρείται ότι στηρίζεται από τη Ρουάντα, εξαπέλυσε νέα επίθεση στις αρχές του μήνα, σε χρονική στιγμή που Ρουάντα και ΛΔ του Κονγκό υπέγραφαν ειρηνευτική συμφωνία στην Ουάσινγκτον υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το γεγονός της μετακίνησης μεγάλων πληθυσμών σε σύντομο χρονικό διάστημα έχει επιβαρύνει τις ήδη περιορισμένες υποδομές υγείας και νερού στην περιοχή υποδοχής στο Μπουρούντι.
Ο ΟΗΕ απηύθυνε έκκληση για έκτακτη χορήγηση πόρων ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των τουλάχιστον 80.000 ανθρώπων που έφτασαν στο Μπουρούντι, σημειώνοντας την έλλειψη στέγης, καθαρού νερού και φαρμάκων. Σύμφωνα με πηγή προσκείμενη σε ανθρωπιστική οργάνωση, «Η κατάσταση είναι καταστροφική (…) επειδή έχουμε μπροστά μας δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που δεν έχουν απολύτως τίποτα από τη στιγμή που έφτασαν στο Μπουρούντι: ούτε στέγη, ούτε νερό, ούτε φάρμακα», ενώ η ίδια πηγή υποστηρίζει ότι οι αρχές του Μπουρούντι κρατούν μυστικούς αυτούς τους αριθμούς. Οι καταυλισμοί περιγράφονται ως χώρος με «δυσωδία» και «χάος», όπου ορισμένοι άνθρωποι έμειναν ημέρες εκτεθειμένοι στον ήλιο ή στη βροχή, με ανύπαρκτη βοήθεια. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δήλωσαν ότι τα τεστ ελονοσίας που έγιναν πρόσφατα έδειξαν θετικά σε ποσοστό 42% και ανέφεραν 14 επιβεβαιωμένα κρούσματα χολέρας καθώς και ύποπτα κρούσματα ιλαράς, ενώ ο συντονιστής τους για το βορειοανατολικό Μπουρούντι, Ζάκαρι Μόλουχ, δήλωσε: «Βλέπουμε ανθρώπους σε κατάσταση στρες, απελπισίας, μεγάλης κόπωσης».
Οι εκτοπισμοί στην ευρύτερη περιοχή υπολογίζονται από τον ΟΗΕ σε 500.000 λόγω των επιχειρήσεων του Μ23, με 200.000 από αυτούς να ήταν κάτοικοι της Ουβίρα και τους υπόλοιπους να προέρχονται από την περιοχή Φίζι, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιότερα.