Η σημασία δεν είναι μόνο τεχνική: οι δοκιμές λειτουργούν ως μήνυμα ισχύος και πολιτικής βούλησης, αναδεικνύοντας την πυρηνική ικανότητα ως εργαλείο επιρροής. Σε συνδυασμό με τη στρατιωτική κινητικότητα της Μόσχας και την επιταχυνόμενη εξοπλιστική άνοδο του Πεκίνου, η ανακοίνωση αναζωπυρώνει τον φόβο ενός διεθνούς ανταγωνισμού χωρίς τα πρόσφατα περιθώρια ασφάλειας.
Τα δεδομένα δείχνουν τη συγκέντρωση ισχύος: οι ΗΠΑ και η Ρωσία κατέχουν σχεδόν το 90% των παγκόσμιων πυρηνικών κεφαλών, με συνολικά αποθέματα γύρω στις 12.200 και περίπου 3.900 ανεπτυγμένες. Η Κίνα εκτιμάται ότι είχε τουλάχιστον 600 κεφαλές στις αρχές του 2025 και αυξάνει περίπου 100 τον χρόνο από το 2023 (SIPRI). Το «Nuclear Notebook» του Bulletin of the Atomic Scientists αποδίδει στις ΗΠΑ 5.177 κεφαλές συνολικά, εκ των οποίων περίπου 1.770 αναπτυγμένες. Το νομικό πλαίσιο παραμένει αμφιλεγόμενο: η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών δεν έχει τεθεί σε ισχύ και εννέα κράτη του Παραρτήματος 2, μεταξύ των οποίων ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία, δεν έχουν επικυρώσει.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η επιστροφή στις δοκιμές θα είναι κυρίως συμβολική αλλά πολιτικά φορτισμένη, δοκιμάζοντας την αρχιτεκτονική ελέγχου των εξοπλισμών. Η Ρωσία έχει ήδη διαμηνύσει ότι θα απαντήσει ανάλογα, ενώ η Κίνα προς το παρόν κρατά προσεκτική ρητορική αλλά επιταχύνει προγράμματα (DF-41, υποβρύχια Jin, νέα σιλό). Οι ΗΠΑ βασίζονται στην κλασική πυρηνική τριάδα (Minuteman III, υποβρύχια, βομβαρδιστικά) και εκτελούν νέα προγράμματα όπως το Sentinel. Η εξέλιξη αυτή επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο την ανάγκη για διαφάνεια, ελέγχους και διπλωματία προτού η ρητορική μετατραπεί σε κλιμάκωση.