«Το μωρό έκλαιγε ασταμάτητα. Με τον συνάδελφο το πήραμε στην αγκαλιά. Έπειτα από κάποια δευτερόλεπτα ηρέμησε. Ήταν κόκκινο από το κλάμα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο αρχιφύλακας, μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Μάλιστα, συμπλήρωσε: «Δεν υπήρχε ρεύμα στο σπίτι. Ήταν εντελώς σκοτάδι. Οι μυρωδιές δεν ήταν καλές στο σπίτι».
Αναφερόμενος στο πώς έφτασαν στο εν λόγω διαμέρισμα, είπε: «Πήραμε μια καταγγελία στις 04:35. Μεταβήκαμε στην κλήση άμεσα. Ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο να ελέγξουμε για κλάματα ενός μωρού στο μπαλκόνι μαζί με τον συνάδελφό μου. Μας υπέδειξαν από ποια οικία προέρχεται το κλάμα. Μας είπαν ότι χτυπούσαν την πόρτα για πολλή ώρα αλλά δεν άνοιγε κανείς. Εισήλθαμε εντός του διαμερίσματος. Ήταν σκοτάδι. Ακολουθούσαμε τις φωνές και τα κλάματα του βρέφους. Έπειτα από κάποια δευτερόλεπτα μπήκαμε σε ένα μεγάλο δωμάτιο.
Ο συνάδελφος βγήκε απευθείας στο μπαλκόνι, όπου είδε το καροτσάκι και πήρε το μικρό στην αγκαλιά του και το έφερε εντός του δωματίου. Εγώ βρήκα στη γωνία του δωματίου ένα μεγάλο κρεβάτι που κοιμούνταν πέντε άτομα, οι γονείς και τρία ανήλικα.
Τους δείξαμε την ταυτότητά μας για να ηρεμήσουν και να μην πανικοβληθούν. Ήταν αλλοδαποί, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε και εν συνεχεία τους μεταφέραμε στο αρμόδιο Τμήμα Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων για τις περαιτέρω ενέργειες».

