Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι πρώτη φορά στην Ελλάδα κόμμα που κυβέρνησε έχει την «πολιτική γενναιότητα» να αποτιμήσει τη δική του διακυβέρνηση και μάλιστα «με αυστηρή αυτοκριτική διάθεση». «Να τονίσει τις επιτυχίες, τις νίκες, τις ορθές επιλογές αλλά και να επισημάνει τις αστοχίες, τις αδυναμίες ακόμα και τις ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από τον στρατηγικό προσανατολισμό».
Σημείωσε ότι ο απολογισμός δεν είναι ούτε ενδοσκόπηση, ούτε αυτομαστίγωμα, ούτε μελαγχολική αυτοκριτική, αλλά «έχει το βλέμμα στραμμένο στον κόσμο, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, τους αριστερούς, τους προοδευτικούς, τους δημοκράτες πολίτες που κουράστηκαν με την αυταρέσκεια, την αυτάρκεια, την αλαζονεία των παλιών πολιτικών δυνάμεων».
Επέκρινε αυτές τις δυνάμεις ότι «αποσιώπησαν» σκόπιμα τις δικές τους περιόδους διακυβέρνησης, επενδύοντας στη λήθη, γιατί στόχος τους, είπε, είναι η επιστροφή στην εξουσία για να ξανακάνουν τα ίδια «λάθη». «Έτσι δεν είδατε και δεν πρόκειται να δείτε ποτέ συλλογικές αποτιμήσεις της διακυβέρνησης Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά, ούτε θα δείτε για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, γιατί από ό,τι φαινεται πολύ πιο σύντομα από όσο φανταζόμασταν αρχικά, θα έρθει η ώρα της». Σχολίασε ότi «απλώς μετά την ήττα θα επιδοθούν στην αποδόμηση του πρώην αρχηγού και η ζωή θα συνεχιστεί», με μόνο στόχο τη νομή της εξουσίας.
Τόνισε ότι μέσα από αυτή τη συζήτηση «όχι μόνο δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, αλλά θα αποδείξουμε στη πράξη και για άλλη μια φορά ότι δεν είμαστε το ίδιο με τη δεξιά και το παλιό πολιτικό σύστημα». Υπογράμμισε ότι «είμαστε κόμμα εξουσίας, αλλά όχι ενσωματωμένο στο δικό τους σύστημα εξουσίας».
Σχετικά με το νέο όνομα η απόφαση πήρε αναβολή με τον κ. Τσίπρα να λέει: «Η συζήτηση για το όνομά μας λοιπόν δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψην και αυτόν το κόσμο ; Δεν πρέπει αυτός ο κόσμος να αισθανθεί ότι ο τίτλος μτου κόμματος που αγαπά και ψηφίζει τόσα χρόνια, περιλαμβάνει και τις δικές του ανησυχίες ; Πιστεύω ότι δε θα υπάρξει αντίρρηση σε αυτό. Όπως άλλωστε δεν υπήρξε και παλιότερα, όταν είχε επιχειρηθεί ξανά κάτι παρόμοιο. Για αυτό και πιστεύω ότι σήμερα πρέπει να πάρουμε μια ξεκάθαρη απόφαση από τη ΚΕ. Ότι θα υπάρξει προσθήκη δίπλα στο όνομα ΣΥΡΙΖΑ που θα αποφασισθεί σε συνεννόηση και με τους συντρόφους μας που στη πορεία προς το συνέδριο θα ενσωματωθούν οργανικά και ισότιμα στο κόμμα μας. Και στην επόμενη ΚΕΑ, θέλω να πιστεύω με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, να αποφασίσουμε τη πρόταση για τη προσθήκη στην ονομασία που θα επικυρωθεί στο Συνέδριο».
Ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε δύο κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να συζητηθούν στην ΚΕ:
Πρώτο ερώτημα: Πως θα καταφέρει, τη δεύτερη φορά η Αριστερά, κερδίζοντας τις εκλογές, να αναλάβουμε την ευθύνη και τον έλεγχο όχι μόνο των κυβερνητικών θέσεων, ή των υπουργείων, αλλά και κρίσιμων αρμών της εξουσίας;
Και δεύτερον : Πως θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε, με δεδομένες τις δεσμεύσεις μας την ΕΕ, αλλά τώρα που είμαστε πια εκτός μνημονίων και άρσης κυριαρχίας, ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και μεγάλων τομών, που θα αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Πρόταση δυσπιστίας - Δένδιας: Πολιτικά εσφαλμένη και θεσμικά επικίνδυνη η κατάθεση της
Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να καταφέρει να αλλάξει τις συνθήκες ζωής των πολλών έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας στο προβληματισμό της Κ.Ε.
Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τα απαντήσουμε σύντροφοι, αν θέλουμε να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και πρακτικό αποτέλεσμα επωφελές για την επόμενη μέρα, όλη αυτή η σπουδαία διαδικασία του απολογισμού.
Πρώτον γιατί η αριστερά δε θέλει την εξουσία για την εξουσία. Αλλά για να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής των πολλών. Για να προχωρήσει αναγκαίους μετασχηματισμούς στη κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και δεύτερον γιατί τη δεύτερη φορά δε θα υπάρχει δικαιολογία, καμία. Ούτε δεν ήξερα, ούτε δεν υπολόγισα. Τώρα τα ξέρουμε όλα. Και οφείλουμε να τα υπολογίσουμε όλα.
Μπορούμε, λοιπόν, να κυβερνήσουμε εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικό, μεγάλων τομών προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, όταν σε κρίσιμα ερωτήματα, που μας απασχολούν δεν έχουμε δώσει απαντήσεις και λύσεις ;
Τι κάνουμε με τις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια, τη προστασία των δανειοληπτών;
Τι κάνουμε με την ΕτΕ, όταν συστηματικά και με σχέδιο υπονομεύει την ίδια τη κυβέρνηση;
Τι κάνουμε με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όταν αποτελούν οι ίδιες εστίες διαφθοράς και κράτος εν κράτη ;
Τι κάνουμε με τη δημόσια διοίκηση και τους θύλακες δολιοφθοράς του κυβερνητικού έργου ;
Τι κάνουμε με τους εκπροσώπους της διαπλοκής και του παλιού πολιτικού συστήματος μέρα στις κρατικές δομές;
Τι κάνουμε με του ολιγάρχες που κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις στα μέσα ενημέρωσης;
Αυτά είναι κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν όχι μόνο ένα κόμμα αλλά την ίδια τη λειτουργία της Δημοκρατίας.