Υπάρχουν, εξάλλου, βάσιμες ενδείξεις ότι η χώρα μας, εν μέσω των «εχθροπραξιών» που συνθέτουν τον σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία. Πρόκειται για μια δύσκολη πορεία, καθώς απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός ώστε να αποφευχθεί δημοσιονομικός εκτροχιασμός, χωρίς όμως να αλλοιωθεί το θετικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί για την προσέλκυση επενδύσεων, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό.
Τα ισχυρά μηνύματα που εξέπεμψε πρόσφατα η αμερικανική πλευρά, μέσω των τοποθετήσεών της σε επιλεγμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας, έχουν ήδη συγκεντρώσει σημαντικό διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, σε μια χρονική συγκυρία όπου η Ελλάδα έχει ανάγκη από επενδύσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Με προβλεπόμενη αύξηση επενδύσεων 10,2%, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με τη φετινή, ο Προϋπολογισμός του 2026 θέτει ξεκάθαρα τον πήχη ψηλά: είναι ρεαλιστικός, κοινωνικά ισορροπημένος, εφαρμόσιμος και κυρίως αναπτυξιακός. Παράλληλα, σε συνδυασμό με τη δυναμική των ιδιωτικών επενδύσεων, το 2026 αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, με συνολικούς πόρους 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025.
Η εν λόγω αύξηση αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη για το 2025 και την υψηλότερη τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27 το 2026, συμβάλλοντας στη συρρίκνωση του παραγωγικού κενού. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο μέσος όρος αύξησης των επενδύσεων στην ευρωζώνη εκτιμάται σε 1,3% για το 2025 και 2,2% για το 2026.
Πολλαπλασιαστής ισχύος
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η μετατροπή των επενδύσεων σε νέες θέσεις εργασίας, σε καλύτερους μισθούς και σε αναβάθμιση των υποδομών και υπηρεσιών που οφείλει να διαθέτει μια σύγχρονη χώρα. Κάθε έργο και κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος, τόσο για την τοπική όσο και για την εθνική οικονομία.
Ιδιαίτερα σημαντικό για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος είναι και το γεγονός ότι το εργασιακό περιβάλλον στην Ελλάδα, μετά και την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ κοινωνικών εταίρων και υπουργείου Εργασίας, σταθεροποιείται, ενισχύεται και θωρακίζεται με αξιοπρεπείς και δίκαιους όρους εργασίας. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί απλώς μια κίνηση εντυπώσεων, αλλά μια καθαρή τομή με το παρελθόν, βάζοντας τέλος σε μία δύσκολη και σκοτεινή περίοδο. Παράλληλα, στέλνει ένα ακόμη ισχυρό μήνυμα προς τους διεθνείς επενδυτές ότι ένα σταθερό εργασιακό περιβάλλον εγγυάται ομαλή επενδυτική εξέλιξη και μειώνει τον κίνδυνο περιπετειών, οι οποίες στο παρελθόν λειτούργησαν αποτρεπτικά.
Σε αυτή τη συγκυρία, η αύξηση της παραγωγικότητας, που δεν αποτελεί έναν απλό «θεωρητικό» δείκτη, αλλά την κινητήρια δύναμη που απελευθερώνει δυνατότητες, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και δημιουργεί μια Ελλάδα που παράγει περισσότερα, ποιοτικότερα και με αυτοπεποίθηση, πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο. Για να επιτευχθεί αυτό, τα συναρμόδια υπουργεία οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις προτάσεις των παραγωγικών φορέων, καθώς και οι δύο πλευρές επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό. Τέλος, για να παραμείνει η ελληνική οικονομία σε σταθερή τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, είναι αναγκαίο να θωρακιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο απέναντι σε εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν το ενεργειακό κόστος, τις τιμές των τροφίμων και άλλους κρίσιμους παράγοντες που σχετίζονται με την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Το ζητούμενό μας είναι οι φετινές εκκρεμότητες να μετατραπούν σε προτεραιότητες της νέας χρονιάς. Ο επιχειρηματικός κόσμος, κοιτάζοντας πίσω το 2025, προχωρά μπροστά στο 2026.
