Μετά την μαραθώνια απολογία των δύο 22χρονων που κατηγορούνται για τη διπλή δολοφονία στη Φοινικούντα, τα ξημερώματα της Δευτέρας (20/10) ανακρίτρια και εισαγγελέας αποφάσισαν την προφυλάκισή τους.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το βίντεο ντοκουμέντο που δημοσίευσε το MEGA και η εκπομπή «Live News» διακρίνεται το αυτοκίνητο του ανιψιού -που ήταν και αυτόπτης μάρτυρας στο φονικό- του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ, που έπεσε νεκρός τόσο αυτός όσο και ο επιστάτης από τις σφαίρες του δράστη.
Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο του ανιψιού φαίνεται να κατευθύνεται προς το κάμπινγκ στις 19:40 μ.μ.
Φοινικούντα: Τι είπαν ο ανιψιός του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ & η σύντροφός του
«Την Κυριακή 05/10 είχαμε πάει με τον σύντροφό μου από το πρωί στο κάμπινγκ και κάναμε δουλειές. Στις 20:08, πήγα στο εστιατόριο του κάμπινγκ για να δω τι φαγητά είχε. Έμεινε στη ρεσεψιόν ο 68χρονος, ο σύντροφός μου ενώ ο επιστάτης πηγαινοερχόταν», είπε η σύντροφος του ανιψιού.
Η σύντροφος φεύγει και η αντίστροφη μέτρηση για το κακό έχει αρχίσει. Ο επιστάτης πηγαινοέρχεται, αλλά όπως και με τη σύντροφο, σαν κάποιος να συντόνιζε εκ των έσω ή λόγω μιας σατανικής σύμπτωσης και εδώ είναι πάντως παρών, όταν φτάνει ο δράστης.
Ο ανιψιός του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ ανέφερε:
«Ο θείος μου ήταν μέσα στη ρεσεψιόν, ενώ ο επιστάτης ήταν έξω από τη ρεσεψιόν στα ψυγεία. Τα παντζούρια των παραθύρων της ρεσεψιόν ήταν ανοικτά και είδα έναν άντρα να περπατάει από την είσοδο του κάμπινγκ και να έρχεται προς τη ρεσεψιόν».
Στο μεταξύ, η σύντροφος του ανιψιού, που πηγαίνει στη ρεσεψιόν, επικαλείται ένα τηλεφώνημα που έκανε καθ’ οδόν:
«Καθώς πήγαινα στο εστιατόριο, πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και μιλήσαμε για περίπου 10 λεπτά. Καθώς μιλούσαμε, άκουσα κάποια δυνατά ”μπαμ” και κατάλαβα ότι κάτι είχε γίνει. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν πυροβολισμοί».
«Είπε, απευθυνόμενος προς τον θείο μου, σε καλά αγγλικά ‘You have a place to stay? Is there any place for me?’. Τότε ο θείος μου του απάντησε, με ειρωνικό ύφος ‘What place?’ και γελούσε και τότε ακούω ένα ”μπαμ” και κατάλαβα ότι πυροβόλησε», περιέγραψε ο ανιψιός.
Ο ανιψιός του θύματος και ιδιοκτήτη του κάμπινγκ περιγράφει τις σκηνές θρίλερ που εκτυλίχθηκαν στη ρεσεψιόν, αλλά και την προσπάθειά του να γλιτώσει από το μένος του νεαρού πιστολέρο:
«Ο θείος μου σηκώθηκε από το γραφείο και τότε άκουσα και δεύτερο ‘μπαμ’ και κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε και δεύτερη φορά. Εγώ βρισκόμουν μέσα στη ρεσεψιόν, μπροστά από το τζάκι. Ο επιστάτης στεκόταν στην πόρτα. Με το που άκουσα τους πυροβολισμούς άρχισα να τρέχω και φώναξα και στον επιστάτη να τρέξει κι αυτός».
«Καθώς έτρεχα, άκουσα δύο ή τρεις πυροβολισμούς που έριξε ο άγνωστος άνδρας αυτός στον επιστάτη και κατάλαβα ότι έπεσε στο έδαφος. Κοίταξα πίσω και τον είδα που στόχευε προς το μέρος μου. Νομίζω ότι άκουσα ή έναν ή δύο ακόμα πυροβολισμούς, που έριξε προς τα εμένα. Νομίζω ότι επειδή είχα τρέξει πολύ γρήγορα και δεν με προλάβαινε, τον είδα να γυρνάει προς τα πίσω».
«Έπεσαν πυροβολισμοί, είναι νεκροί»
Η σύντροφος του ανιψιού τον βλέπει να φτάνει έντρομος στο εστιατόριο. Εκεί της είπε ότι ο θείος του και ο επιστάτης ήταν νεκροί και της ζήτησε να καλέσει την Αστυνομία.
«Κλείνω το τηλέφωνο και αμέσως βλέπω τον σύντροφό μου να μπαίνει στο εστιατόριο φωνάζοντας ‘Βοήθεια, πάρτε το 100’. Μετά έπεσε μπροστά μου και είπε ‘έχουν πέσει πυροβολισμοί, είναι νεκροί’».
Ο ξανθός άνδρας με το λευκό κοντομάνικο πουκάμισο και το υφασμάτινο μαύρο τσαντάκι, σύμφωνα με την περιγραφή του ανιψιού, είχε ήδη διαφύγει από το κάμπινγκ αφήνοντας πίσω του δύο νεκρούς.
«Μετά από περίπου δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, επέστρεψα προς την ρεσεψιόν, προσεκτικά. Σε μικρή απόσταση, από τη ρεσεψιόν, είδα τον επιστάτη ο οποίος ήταν νεκρός και σε μικρή απόσταση από αυτόν στέκονταν άτομα του κάμπινγκ από τους οποίους τους ζήτησα να απομακρυνθούν. Φτάνοντας στη ρεσεψιόν, είδα ότι είχε μαζευτεί κόσμος και κοιτούσε, από τα τζάμια εξωτερικά, τον θείο μου που ήταν μέσα πεσμένος στο πάτωμα, νεκρός».
Κατά την πολύωρη κατάθεσή της η κοπέλα περιέγραψε την κατάσταση που βρισκόταν ο σύντροφός της, ενώ είπε ότι μέχρι και σήμερα δεν έχουν συζητήσει τι ακριβώς συνέβη.
«Αφού περιμέναμε λίγα λεπτά, πήγαμε να ψάξουμε τα κλειδιά του σπιτιού του συντρόφου μου, που του είχαν πέσει και φτάσαμε μέχρι τη ρεσεψιόν χωρίς να καταφέρουμε να τα βρούμε. Ο σύντροφός μου πήγε και έκλεισε την πόρτα της ρεσεψιόν, γιατί είχε μαζευτεί κόσμος και μετά πήγαμε πάλι με φακό να ψάξουμε τα κλειδιά. Εγώ στη συνέχεια πήγα και πάλι στο εστιατόριο για να ηρεμήσω λίγο, γιατί είχα αναστατωθεί, και μετά από λίγο πήγα έξω από τη ρεσεψιόν και ήρθε η Αστυνομία και το ασθενοφόρο».

