Σε κάθε νόμισμα, ωστόσο, υπάρχει και η…άλλη πλευρά – και αυτό ακριβώς αναδεικνύει η περίπτωση της κ. Μάριον Μιλς, μίας Γερμανίδας που, μετά από μία σοβαρότατη διάγνωση υγείας, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της για την Ελλάδα. Έναν χρόνο μετά, η 64χρονη δεν μετανιώνει ούτε στο ελάχιστο για την επιλογή της και εξηγεί το «γιατί» σε συνέντευξή της στο γνωστό περιοδικό «Focus».
«Ήμουν πολύ απελπισμένη στη Γερμανία επειδή ήμουν μόνη. Η υγεία μου επιδεινώθηκε ραγδαία μέχρι που έπαθα ολική νεφρική ανεπάρκεια και κατάθλιψη. Ο γιατρός μου μού είπε τότε: ‘Κυρία Μιλς, είστε μια σοβαρά άρρωστη γυναίκα’. Αρνήθηκα να το δεχτώ αυτό και σκέφτηκα τι μου επιφύλασσε το μέλλον. Ο σύντροφός μου βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα για ένα χρόνο. Είχα δύο επιλογές: να επιστρέψω στην πατρίδα μου, το Ντόρτμουντ, ή να πάω κι εγώ στην Ελλάδα. Οι διακοπές μου εκεί ήταν πάντα υπέροχες. Μύκονος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μήλος, Νάξος – ξέρω πολλά νησιά, αλλά εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να φανταστώ να μεταναστεύω στην Ελλάδα», θυμάται η Μιλς, η οποία σήμερα ζει στην Αθήνα.
Όπως είναι φυσικό, το να πάρει μία τέτοια μεγάλη απόφαση και να εγκαταλείψει την πατρίδα της την φόβιζε στην αρχή. Εν τέλει, το τόλμησε, διαπιστώνοντας πως οι ανησυχίες της δεν είχαν καν βάση. «Δεν θα είχα πάει στην Ελλάδα χωρίς τον σύντροφό μου», παραδέχεται. «Φοβόμουν πολύ το γλωσσικό εμπόδιο, κάτι που αποδείχθηκε αβάσιμο. Τώρα νιώθω απίστευτα ελεύθερη εδώ. Απολαμβάνω τον ήλιο, τη θάλασσα, τους φιλικούς ανθρώπους, την ελαφρότητα της ύπαρξης και την ευκαιρία να βγαίνω έξω κάθε μέρα».
«Θα μπορούσατε να βγαίνετε κάθε μέρα έξω και στη Γερμανία», σχολιάζει ο δημοσιογράφος, Νίκολας Κάουφμαν. Η Μιλς, ωστόσο – η οποία τα τελευταία χρόνια ζούσε στην μικρή πόλη του Μπέσιγχαϊμ, κοντά στην Στουτγκάρδη -, απαντά:
«Όχι, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Στη Γερμανία, υπάρχει μια δομημένη ρουτίνα. Υπάρχει πάντα ένα συγκεκριμένο ‘πρότυπο’ για το πώς υποτίθεται ότι πρέπει να ζει κανείς. Δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω στη Γερμανία με τον τρόπο που ζω εδώ».
Περνώντας στο κρίσιμο κομμάτι της υγείας της, η Μάριον Μιλς δηλώνει ότι στην Ελλάδα χρειάζεται να παίρνει…λιγότερα φάρμακα, απ’ό,τι στη Γερμανία! «Στη Γερμανία, έπρεπε να παίρνω εννέα χάπια την ημέρα, έκανα θεραπεία με κορτιζόνη και ζύγιζα 20 κιλά περισσότερο. Σήμερα, παίρνω μόνο ένα χάπι την ημέρα. Κατάφερα να σταματήσω να παίρνω σχεδόν όλα τα φάρμακα και νιώθω ότι βρίσκω τον δρόμο μου πίσω στον εαυτό μου», λέει με αυτοπεποίθηση.
«Οφείλεται στον αέρα, στη διατροφή και στον τρόπο ζωής. Κάθε πρωί πίνω μια κουταλιά της σούπας ελαιόλαδο με λεμόνι από τον κήπο μου. Και τρώω πολλές υγιεινές τροφές, όπως πεπόνι και φέτα. Στη Γερμανία, έτρωγα πολύ ψωμί και λουκάνικο, τα οποία είναι σχεδόν ανύπαρκτα εδώ. Πηγαίνω επίσης στο γυμναστήριο κάθε πρωί», συμπληρώνει.
Το σύστημα υγείας σε Ελλάδα και Γερμανία: Ποιο είναι, τελικά, καλύτερο;
«Είστε ορθομοριακή θεραπεύτρια και ο εκλιπών σύζυγός σας ήταν παθολόγος και καρδιολόγος. Γνωρίζετε λοιπόν πολύ καλά το γερμανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης – το οποίο θεωρείται σημαντικά καλύτερο από το ελληνικό. Δεδομένων των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίσατε στο παρελθόν, δεν ανησυχείτε για την μελλοντική σας ζωή στην Ελλάδα;», ρωτά στην συνέχεια ο δημοσιογράφος, με την Μιλς να το αμφισβητεί.
Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Η υγεία μου δεν θα είχε βελτιωθεί τόσο πολύ στη Γερμανία. Οι γιατροί εκεί δεν αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ολιστικά. Εδώ στην Ελλάδα, οι γιατροί καταβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και αντιμετωπίζουν τους ασθενείς εντελώς διαφορετικά. Για παράδειγμα, έχει τύχει να κλείσω ραντεβού για μαγνητική τομογραφία την ίδια ημέρα. Και οι ασθενείς μπορούν να επικοινωνήσουν με έναν γιατρό ακόμα και στις 11 μ.μ. – αυτό θα ήταν αδιανόητο στη Γερμανία».
Φυσικά, όπως προσθέτει, «υπάρχουν και μειονεκτήματα: Συχνά, ο τρόπος για να λάβεις καλύτερη θεραπεία είναι το να πληρώσεις παραπάνω. Αλλά συνολικά, νιώθω ότι με φροντίζουν πολύ καλά από ιατρικής άποψης στην Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης είναι πολλές φορές καλύτερο από το γερμανικό».
Μεγάλος παράγοντας στη βελτίωση της υγείας της είναι το νέο περιβάλλον, όπως τονίζει: «Κοιτάξτε γύρω σας…Γαλάζιος ουρανός, ηλιοφάνεια, πράσινα δέντρα», παρακινεί με ενθουσιασμό τον δημοσιογράφο. «Απλώς αρρωσταίνω λιγότερο εδώ. Οι άνθρωποι είναι επίσης πιο χαλαροί».
Ασύγκριτο το κόστος διαβίωσης
Όσον αφορά το κόστος διαβίωσης στις δύο χώρες, η Μιλς, η οποία είναι πλέον συνταξιούχος, παρατηρεί τα εξής: «Οι τιμές στην Ελλάδα είναι για μένα σημαντικά χαμηλότερες. Στην λαϊκή αγορά, μπορώ να αγοράσω μεγάλες ποσότητες φρέσκων φρούτων και λαχανικών για λιγότερο από δέκα ευρώ – στη Γερμανία, αυτό θα κόστιζε πολλές φορές περισσότερο. Τα εστιατόρια είναι επίσης φθηνότερα: Για ένα δείπνο δύο ατόμων με κρασί, πληρώνουμε περίπου 40 ευρώ. Επιπλέον, μόνο επτά τοις εκατό φόρος επιβάλλεται στην σύνταξή μου».
«Θα μπορούσατε ενδεχομένως να αντέξετε οικονομικά πράγματα εδώ που δεν θα μπορούσατε να αντέξετε οικονομικά στη Γερμανία; Ή, ίσως, αν μένατε εκεί, η ζωή σας θα ήταν σημαντικά πιο περιορισμένη οικονομικά;» τη ρωτούν, με την ίδια να απαντά: «Στη Γερμανία, μία καθαρίστρια κοστίζει περίπου 25 ευρώ την ώρα. Εδώ πληρώνω επτά ευρώ. Επιπλέον, τα φάρμακα είναι πολύ φθηνά – κοστίζουν περίπου το ένα τέταρτο της τιμής τους στη Γερμανία».
Υπάρχουν, ωστόσο, πράγματα που της λείπουν από την πατρίδα της; «Ένα ψωμάκι με κιμά», απαντά γελώντας. «Αν πετάξω για Γερμανία, αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα φάω. Αλλά δεν θα κάτσω να το φτιάξω εδώ». Όσο για την κοινωνική της ζωή και τους ανθρώπους που άφησε πίσω, η Μιλς λέει: «Χάρη στις βιντεοκλήσεις, επικοινωνώ με όλους τους και έχω κάνει πολλούς νέους φίλους εδώ. Πηγαίνουμε στην παραλία, κάνουμε πάρτι και χορεύουμε – σε αντίθεση με τη Γερμανία. Όλα εκεί είναι τόσο δομημένα. Αν θέλω, μπορώ να πηγαίνω στην παραλία κάθε μέρα εδώ όλο το καλοκαίρι».
Στην τελευταία ερώτηση του δημοσιογράφου για το αν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να επιστρέφει κάποια στιγμή στη Γερμανία, η Μιλς, η οποία πρόσφατα τίμησε την 28η Οκτωβρίου με ελληνικές σημαίες και ευχές στο προφίλ της στο Facebook, απαντά: «Δεν ξέρω τι θα με παρακινούσε να το κάνω αυτό».

