Κατά τη διάρκεια διάλεξης στο Μουσείο της Νίκης στη Μόσχα, δήλωσε:
«Αν μια μεγάλη χώρα χρειαστεί να σηκωθεί στο ύψος των περιστάσεων, θα το κάνει οποιαδήποτε στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να έχει αμφιβολίες γι’ αυτό».
Αναφέρθηκε επίσης στις τεράστιες απώλειες της Σοβιετικής Ένωσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λέγοντας ότι «περίπου 30 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη κατά του φασισμού».
Ο Πεσκόφ πρόσθεσε ότι «εκατομμύρια Ρώσοι» ήδη στηρίζουν την πολεμική προσπάθεια κατά της Ουκρανίας, συγκεντρώνοντας βοήθεια και διανέμοντας εξοπλισμό και πυρομαχικά στο μέτωπο με δικά τους έξοδα.
Οι δηλώσεις του Ντμίτρι Πεσκόφ έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία οι ρωσικές αρχές στρατολογούν 30.000 έως 40.000 άτομα τον μήνα, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται η Wall Street Journal και είναι ενήμερες για πληροφορίες των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Αντί να προχωρήσει σε υποχρεωτική επιστράτευση, το Κρεμλίνο βασίζεται σε οικονομικά κίνητρα και επιθετικές εκστρατείες προσέλκυσης εθελοντών, ώστε να διατηρήσει επαρκή αριθμό στρατιωτών.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αποφύγει νέα μαζική επιστράτευση μετά την εξαιρετικά αντιδημοφιλή μερική επιστράτευση του 2022, η οποία προκάλεσε τη φυγή πάνω από 261.000 Ρώσων από τη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι φέρονται να πιέζουν το Κρεμλίνο να ξεκινήσει νέα επιστράτευση, καθώς οι απώλειες στο μέτωπο αυξάνονται και η ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό εντείνεται.
Παρά το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ εκτιμά πως η Ρωσία χάνει περίπου 1.000 άνδρες την ημέρα, οι ρυθμοί στρατολόγησης που διατηρεί το Κρεμλίνο—με 30.000 έως 40.000 νεοσύλλεκτους τον μήνα—φαίνεται να είναι επαρκείς για να καλύπτουν τα κενά, σύμφωνα με διεθνείς αναφορές.
Την ίδια στιγμή, το Γενικό Επιτελείο της Ουκρανίας ανακοίνωσε στις 30 Απριλίου ότι η Ρωσία έχει χάσει συνολικά 951.960 στρατιώτες από την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.
Παρότι οι απώλειες είναι εκπληκτικά υψηλές, η Ρωσία φαίνεται να αντέχει σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, εν μέρει χάρη στις χρηματικές αμοιβές, την προπαγάνδα και τη στρατολόγηση σε φτωχότερες περιοχές και εθνοτικές μειονότητες.

