Παρότι η δημοτικότητα της κυβέρνησής του έχει μειωθεί, λόγω των αμφιλεγόμενων δικαστικών μεταρρυθμίσεων και της διαχείρισης του πολέμου με τη Χαμάς, το κόμμα Λικούντ έχει σημειώσει άνοδο στις δημοσκοπήσεις μετά την εκεχειρία και την απελευθέρωση των τελευταίων ομήρων. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Οκτωβρίου, το Λικούντ και οι πιθανοί εταίροι του συγκεντρώνουν 59 έδρες στην Κνεσέτ, πλησιάζοντας την πλειοψηφία των 61, ενώ το αντίπαλο μπλοκ υπό τον Μπένετ φτάνει τις 53 και τα αραβικά κόμματα τις 8. Παρά την προσωρινή εκλογική ενίσχυση, η κυβέρνηση δέχεται έντονη κριτική για την αποτυχία πρόληψης της επίθεσης της Χαμάς, την έλλειψη στρατηγικής και την καθυστερημένη απελευθέρωση των ομήρων.
Η οικονομία του Ισραήλ, αν και προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 2,5% το 2025, έχει πληγεί από τον πόλεμο στη Γάζα. Τομείς όπως ο τουρισμός, η γεωργία και οι κατασκευές έχουν επηρεαστεί αρνητικά, λόγω της έλλειψης παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού και της κινητοποίησης εφέδρων. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας από τον οίκο S&P και οι διεθνείς πιέσεις, λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα, εντείνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και την πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, δεν αναμένεται να προκηρύξει πρόωρες εκλογές χωρίς σαφή αύξηση της λαϊκής υποστήριξης και επίλυση των ενδοκυβερνητικών διαφωνιών με τους υπερορθόδοξους και ακροδεξιούς εταίρους του. Η πρόσφατη άνοδος της δημοτικότητάς του, λόγω της εκεχειρίας και της απελευθέρωσης ομήρων, θεωρείται προσωρινή και δεν εγγυάται εκλογική νίκη.
Παράλληλα, αναμένεται πίεση για συνέχιση της σύγκρουσης στη Γάζα, τόσο από τις εξελίξεις στο πεδίο όσο και από τους ακροδεξιούς συμμάχους του, με στόχο την εξάλειψη της Χαμάς. Ωστόσο, η κόπωση του πληθυσμού, τα ψυχολογικά τραύματα στους εφέδρους και η απουσία στρατηγικής εξόδου καθιστούν την επιστροφή σε πόλεμο αντιδημοφιλή και πολιτικά επικίνδυνη. Οι σχέσεις του Νετανιάχου με τους κυβερνητικούς εταίρους είναι τεταμένες: οι υπερορθόδοξοι αντιδρούν στο θέμα της στρατιωτικής θητείας, ενώ η Ακροδεξιά πιέζει για προσάρτηση παλαιστινιακών εδαφών.
Ελλείψει πρόωρων εκλογών, ο Νετανιάχου είναι πιθανό να αυξήσει σταδιακά τη στρατιωτική πίεση στη Χαμάς. Αν αυτό αποτύχει να ενισχύσει τη λαϊκή υποστήριξη, θα αυξηθεί η πιθανότητα να αναλάβει την εξουσία μια δεξιά αντι-Νετανιάχου κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Μπένετ. Ενας τέτοιος συνασπισμός θα διατηρούσε πιθανότατα μια δυναμική εξωτερική πολιτική, αλλά θα ήταν πιο πρόθυμος να ευθυγραμμιστεί στενά με το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για τη Γάζα. Αν ο Νετανιάχου δεν προκηρύξει πρόωρες εκλογές ο ίδιος, είναι πιθανό να εκμεταλλευτεί την απροθυμία της Χαμάς να αφοπλιστεί και τις φερόμενες παραβιάσεις της εκεχειρίας για να ενισχύσει τη στήριξη υπέρ της αύξησης της στρατιωτικής πίεσης κατά της ένοπλης οργάνωσης, με στόχο να την εξαναγκάσει να εγκαταλείψει τη Γάζα. Ηδη, η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει ισχυριστεί ότι η Χαμάς έχει επανειλημμένα παραβιάσει την εκεχειρία, μην απελευθερώνοντας όλα τα σώματα των ομήρων σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και τις επιθέσεις σε Ισραηλινούς στρατιώτες στη Γάζα.
Η ρητορική του Νετανιάχου μετά την εκεχειρία υποδηλώνει ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα δεν έχουν τελειώσει. Ενώ ο Τραμπ έχει παρουσιάσει την εκεχειρία ως διπλωματική νίκη και έχει ασκήσει πίεση στο Ισραήλ και τη Χαμάς να τηρήσουν τους όρους της, έχει επίσης αυξήσει την κριτική του προς τη Χαμάς και έχει απειλήσει ότι θα επιτρέψει στο Ισραήλ να την εξαναγκάσει να αφοπλιστεί. Αν και η επανέναρξη του πολέμου θα ήταν αντιδημοφιλής, η απελευθέρωση των ζωντανών ομήρων μειώνει ορισμένους από τους πολιτικούς περιορισμούς για την επανέναρξη των εχθροπραξιών. Αν η δημοτικότητα του Νετανιάχου μειωθεί, είναι πιθανό να ακολουθήσει πιο επιθετική προσέγγιση κατά της Χαμάς. Αν και η πλήρης εξάλειψη της Χαμάς είναι πιθανόν ανέφικτη, οι ισραηλινές δυνάμεις στη Γάζα θα μπορούσαν να αποκτήσουν έλεγχο σε περισσότερα εδάφη και να υποβαθμίσουν περαιτέρω τις δυνατότητες των μαχητών, ασκώντας πίεση στα πιο πραγματιστικά στοιχεία της Χαμάς να εγκαταλείψουν τη Γάζα.
Η στρατηγική αυτή θα επιταχυνόταν πιθανότατα αν τα υπερορθόδοξα ή ακροδεξιά κόμματα προχωρούσαν σε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου. Ακόμη και αν δεν πραγματοποιηθεί πρόταση δυσπιστίας, αποτύχει ή οι εκλογές διεξαχθούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα τον Οκτώβριο του 2026, η ενίσχυση της υποστήριξης προς τον Νετανιάχου, λόγω της εκεχειρίας, είναι πιθανό να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, ειδικά καθώς συνεχίζεται η δίκη του για διαφθορά. Αν ο σημερινός πρωθυπουργός χάσει τις εκλογές, είναι πιθανό να ηττηθεί από μια δεξιά συμμαχία (που τάσσεται εναντίον του) υπό την ηγεσία του Μπένετ, του οποίου το νέο δεξιό κόμμα καταγράφει, αυτήν τη στιγμή, τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Μια κυβέρνηση υπό τον Μπένετ θα διατηρούσε, πιθανότατα, ορισμένες από τις βασικές πολιτικές του τρέχοντος συνασπισμού, όπως η δυναμική εξωτερική πολιτική και η δέσμευση για την εξάλειψη της Χαμάς. Ωστόσο, θα υιοθετούσε, πιθανότατα, μια πιο συμβιβαστική στάση απέναντι στην κυβέρνηση Τραμπ, προκειμένου να διατηρήσει ισχυρές διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ, ευθυγραμμιζόμενη, πιθανόν, πιο στενά με το σχέδιο του Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου. Μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να είναι εύθραυστη και βραχύβια. Το 2021, ο Μπένετ ανέτρεψε τον Νετανιάχου σχηματίζοντας έναν ευρύ συνασπισμό που περιελάμβανε δεξιά, κεντρώα, αριστερά και αραβικά κόμματα. Οι ιδεολογικές διαφορές αποδείχθηκαν υπερβολικά μεγάλες και η κυβέρνηση Μπένετ κατέρρευσε σε λιγότερο από δύο χρόνια.

