Το νομοσχέδιο, το οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε στις 4 Ιουλίου, αυξάνει τις δαπάνες για τον στρατό, την ασφάλεια των συνόρων και την επιβολή της μεταναστευτικής πολιτικής, ενώ μειώνει τις δαπάνες για το πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicaid, καθώς και για άλλα κοινωνικά προγράμματα. Επίσης, παρατείνει τις φορολογικές ελαφρύνσεις του 2017, οι οποίες θα έληγαν του χρόνου, και καταργεί σταδιακά τις φορολογικές ελαφρύνσεις της περιόδου Μπάιντεν για την ενέργεια.
Αν δεν περνούσε το νομοσχέδιο για την παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων, θα οδηγούσε σε επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ το 2026. Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ ψήφισε το 2017 τον νόμο TCJA, ο οποίος περιελάμβανε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, ιδίως στον τομέα του φόρου εισοδήματος. Οι φορολογικές διατάξεις επρόκειτο να λήξουν το επόμενο έτος, γεγονός που θα προκαλούσε σημαντική αρνητική δημοσιονομική κρίση στην οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ. Η παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων του TCJA και άλλων διατάξεων θα στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα.
Στην τελευταία περίληψη των οικονομικών προβλέψεών της, η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα προέβλεψε ότι η αύξηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος των ΗΠΑ θα φθάσει το 1,4% και το 1,6% το 2025 και το 2026 αντίστοιχα. Στην έκθεσή του για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές του Απριλίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ σε 1,8% και 1,7%. Τώρα που το νομοσχέδιο έχει υπογραφεί και έχει τεθεί σε ισχύ, οι οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ αναμένεται να βελτιωθούν ελαφρώς. Παρόλο που οι περισσότερες προβλέψεις θεωρούσαν σιωπηρά ότι οι μειώσεις του φόρου εισοδήματος θα παραταθούν, ορισμένες άλλες φορολογικές διατάξεις και η αύξηση των δαπανών για την ασφάλεια των συνόρων αναμένεται να συμβάλουν σε μια επιπλέον μέτρια αύξηση της βραχυπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης.
Η δημοσιονομική προσαρμογή θα αυξήσει το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ κατά την επόμενη δεκαετία και θα αποδυναμώσει την πιστοληπτική ικανότητα και τη δημοσιονομική ευελιξία της χώρας, αν και αυτό θα παραμείνει πιθανώς διαχειρίσιμο τα επόμενα χρόνια. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι το νομοσχέδιο θα αυξήσει το δημόσιο χρέος κατά 2,8 τρισ. δολάρια έως το 2034, με το κόστος όλων των φορολογικών διατάξεων να ανέρχεται σε 4,5 τρισ. δολάρια και τις περικοπές δαπανών να ανέρχονται σε 1,7 δισ. δολάρια.
Η αύξηση αυτή σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει μεγάλα ελλείμματα, που ενδέχεται να υπερβούν το 5% έως 6% του ΑΕΠ, γεγονός που θα μειώσει τη δημοσιονομική ευελιξία και, με την πάροδο του χρόνου, θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Μεσοπρόθεσμα, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες αποδόσεις και αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησής του (χρέους). Στο πλαίσιο της χαμηλότερης διαρθρωτικής οικονομικής ανάπτυξης λόγω των εμπορικών και μεταναστευτικών πολιτικών των ΗΠΑ, τις οποίες οι διατάξεις του προϋπολογισμού πιθανότατα δεν θα αντισταθμίσουν πέραν του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνεται βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, η ευρύτερη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή η σημαντική αύξηση των αποδόσεων λόγω των μεγαλύτερων ελλειμμάτων παραμένουν απίθανες. Χάρη στο καθεστώς του δολαρίου ως κυρίαρχου διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, η αμερικανική κυβέρνηση απολαμβάνει σημαντική χρηματοδοτική ευελιξία και οι επενδυτές θα παραμείνουν σίγουροι ότι θα λάβει διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα σε περίπτωση που προκύψουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να αλλάξει εάν το Κογκρέσο εγκρίνει περαιτέρω επίπονα δημοσιονομικά μέτρα ή εάν η κυβέρνηση υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών μέσω οικονομικών πολιτικών, όπως η φορολόγηση των ξένων επενδύσεων, που θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα της οικονομικής διακυβέρνησης ή το κράτος δικαίου. Ενώ η προβλεπόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να υιοθετήσουν μια πιο επιφυλακτική στάση όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ μεσοπρόθεσμα, οι οίκοι -οι οποίοι συνήθως απονέμουν αξιολογήσεις σε ορίζοντα πενταετίας- έχουν σε μεγάλο βαθμό συνυπολογίσει την παράταση του νόμου TCJA στις τρέχουσες αξιολογήσεις τους. Εάν υποβάθμιζαν τις αξιολογήσεις τους, ο αντίκτυπος στην αγορά θα ήταν πολύ περιορισμένος, καθώς οι επενδυτές αξιολογούν καθημερινά την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ, καθιστώντας τις αξιολογήσεις αυτές ως δείκτη που εμφανίζεται με καθυστέρηση.
Ειδήσεις Σήμερα
- Πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς αύριο σε Αττική και άλλες 9 περιοχές
- Τραγωδία στη Θεσσαλονίκη: Γυναίκα ανασύρθηκε νεκρή από τον Θερμαϊκό
- Υπουργείο Υγείας για το ατύχημα στο Κολωνάκι: Συνολικά έξι άτομα νοσηλεύονται στο ΚΑΤ
- Πυροβολισμοί σε καφετέρια στον Κολωνό: Το θύμα κατονόμασε τον δράστη – Τι λένε οι πρώτες μαρτυρίες
- Προφυλακίστηκε η Ειρήνη Μουρτζούκου – Θα οδηγηθεί στον Κορυδαλλό, απολογήθηκε με υπόμνημα
- Απάντηση Αθήνας στη Λιβύη: Δεν προσθέτει κάτι η Ρηματική Διακοίνωση στον ΟΗΕ, άκυρο και ανυπόστατο το τουρκολιβυκό μνημόνιο
- Καιρός: Άνοδος θερμοκρασίας – Πότε ξεκινά «μαραθώνιος ζέστης»
- Κολωνάκι: Αφέθηκε ελεύθερος ο παρκαδόρος – Ποια είναι η κατάσταση των τραυματιών μετά την παράσυρσή τους από το τζιπ

