Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Οι του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα κυριολεκτούν -δεν αφαίρεσε ούτε λέξη από τις καταθέσεις του διότι δεν είχε δώσει ούτε ένα στοιχείο- ή, έστω, μία ένδειξη – σε αυτές για δωροληψίες πολιτικών. Επανέλαβε απλώς αυτό που αντελήφθησαν όλοι όσοι μπήκαν στον κόπο να αναγνώσουν το τελικό κείμενο – ότι όσα είχε καταθέσει, τα είχε πιθανολογήσει, χωρίς να μπορεί να συνεισφέρει κάτι περισσότερο στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Κάπως έτσι κύλησε και η κατάθεση της δεύτερης μάρτυρος – όμως, εκείνη επέλεξε μία διαφορετική συμπεριφορά προς τα μέλη της επιτροπής: όπως είχε κάθε δικαίωμα, αρνήθηκε να πει κάτι για τις καταθέσεις της, με το επιχείρημα ότι δεν αφορούν την – όποια- εμπλοκή Παπαγγελόπουλου. Αρνήθηκε, επομένως, να αναφερθεί στην ουσία των καταθέσεών της – για τον τρόπο που πληροφορήθηκε ή βίωσε τα όσα ανέφερε στην Εισαγγελία και είχαν ως αποτέλεσμα να βρεθούν αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες αρκετά πολιτικά πρόσωπα, επί πολλούς μήνες.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα με τους δύο αυτούς μάρτυρες παραμένει το ίδιο – όπως ήταν από την πρώτη στιγμή. Και το πρόβλημα έχει να κάνει με το «πώς» και το «γιατί» αυτοί οι δύο άνθρωποι κρίθηκε ότι έπρεπε να ενταχθούν σε καθεστώς προστασίας, πράγμα που τους διασφάλισε ως τώρα την ανωνυμία – αλλά και το ακαταδίωκτο.
Είναι προφανές ότι χρειάζονται απαντήσεις για το ζήτημα αυτό – και οι απαντήσεις αυτές δεν πρόκειται να δοθούν από την Προκαταρκτική Επιτροπή, αλλά από τη Δικαιοσύνη, που ερευνά τους ανακριτικούς χειρισμούς στην υπόθεση της Novartis. Αλλωστε, μέχρις στιγμής, η επιτροπή δεν έχει καν στα χέρια της το σύνολο της δικογραφίας – και δεν αποκλείεται να μην το αποκτήσει ως το τέλος των εργασιών της. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να διεκδικεί αποκλειστικότητα στα στοιχεία μίας υπόθεσης που είχε θεωρηθεί από υπουργικά χείλη ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους.
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου