Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Η Ελλάδα είναι στην αναμονή για νέες αναβαθμίσεις – που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή ακόμα στο κλαμπ της ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία συνεχίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δυστυχώς χωρίς τη συμμετοχή μας. Ομως, τα επιτόκια των τραπεζικών ομολόγων -παρότι είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο- απέχουν πολύ από το να παρακολουθούν την πτώση των κρατικών: ναι μεν η ανταπόκριση των αγορών είναι πολύ μεγάλη, αλλά το κόστος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η κανονικότητα δεν έχει ακόμα περάσει στην πραγματική οικονομία: οι τράπεζες είναι στη διαδικασία μιας πρώτης ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων – αλλά προφανώς δεν έχουν ξαναβρεί τη δυνατότητα να παίξουν τον φυσιολογικό τους ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, η αδυναμία των τραπεζών να παίξουν το ρόλο τους φρενάρει τον αναπτυξιακό ρυθμό της οικονομίας – μιας και το Δημόσιο δεν έχει ακόμα τη δυνατότητα να αναπληρώσει την έλλειψη ρευστότητας μέσω μιας αύξησης των δημοσίων επενδύσεων.
Με την έννοια αυτή, οι επόμενοι μήνες είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι για την πορεία της οικονομίας – μιας και θα κριθεί εν πολλοίς κατά πόσον θα γίνει κάτι ουσιαστικό για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Από την άλλη πλευρά -και παρότι η κυβέρνηση είναι ακόμα στην αρχή της θητείας της- γίνεται όλο και πιο φανερό ότι δεν αρκεί η (δεδομένη) πολιτική βούληση για να προχωρήσουν οι λεγόμενες «εμβληματικές» επενδύσεις που θα άλλαζαν το τοπίο δίνοντας το μήνυμα ότι η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα εποχή.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, είναι μάλλον προφανές ότι η «γραμμή» του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πρόωρη: προφανώς, οι πάντες -πλην των εργοδοτών- θα έβλεπαν θετικά κάτι τέτοιο, αλλά ο παράγοντας «χρόνος» είναι ακόμα πιο σημαντικός από την ίδια την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ενα λάθος μήνυμα, σε μια λάθος στιγμή, θα απέβαινε εν τέλει εις βάρος του κόσμου της εργασίας…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου