Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Πόσω μάλλον όταν το ομόλογο για το οποίο ζητούνται τα 2,5 δισ. ευρώ είναι δεκαπενταετές – εν ολίγοις, η χρονική του διάρκεια ξεπερνά την εγγυημένη από τους δανειστές περίοδο βιωσιμότητας του χρέους. Οταν ένας επενδυτής εμπιστεύεται μια οικονομία που χρεοκόπησε για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι προφανές ότι τα όσα έλεγε το ΔΝΤ περί μη βιώσιμου χρέους τα έχει ξεπεράσει η ζωή.
Οπως είναι γνωστό, τα πάντα στηρίζονται στην εμπιστοσύνη: Αν οι δανειστές μιας χώρας έχουν αμφιβολίες ότι θα πάρουν πίσω -και με κάποιο κέρδος- τα χρήματά τους, τότε η χώρα μπαίνει σε κρίση. Αυτό ακριβώς συνέβη στις αρχές του 2010 – με τα γνωστά αποτελέσματα. Μνημόνια, περικοπές και τεράστια πτώση του βιοτικού επιπέδου για τα περισσότερα νοικοκυριά στη χώρα μας.
Σήμερα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: Βεβαίως, το περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων που μας περιβάλλει είναι βοηθητικό τέτοιων κινήσεων – αν κάποιος προσδοκά να βγάλει κέρδος, λαμβάνει μικρότερες προφυλάξεις σε κάτι που δεν δίνει απόλυτη σιγουριά, αν η σιγουριά σημαίνει ζημιά. Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση από το 2010 είναι τεράστια για την ελληνική οικονομία.
Βεβαίως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η εξέλιξη από εδώ και πέρα θα είναι γραμμική: οι βαθμοί αβεβαιότητας είναι αρκετοί – τόσο το θολό σκηνικό στην ευρύτερη περιοχή όσο και η διεθνής κατάσταση δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία δείχνει μέχρι στιγμής να αποτελεί την εξαίρεση στον γκρίζο κανόνα της ευρωζώνης.
Προφανώς, όλα αυτά δεν αφορούν τη μικροοικονομία: δεν αφορούν δηλαδή το κάθε νοικοκυριό χωριστά. Η κρίση δεν ήλθε ξαφνικά – και δεν θα φύγει ξαφνικά. Ωστόσο, αυτό από το οποίο ξεκίνησαν όλα -ο πυρετός που αποδείκνυε την ύπαρξη της ασθένειας-, δηλαδή η αδυναμία δανεισμού από τις αγορές, δεν υπάρχει πια. Μπορεί να πρόκειται για ευημερία των αριθμών – αλλά χωρίς αυτήν δεν νοείται προσδοκία για ευημερία των νοικοκυριών.
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου